Στη νέα ταινία του Andrew Haigh, «All of Us Strangers», δύο μοναχικοί ομοφυλόφιλοι άνδρες (Andrew Scott και Paul Mescal) που ζουν στο Λονδίνο, ανακαλύπτουν και δημιουργούν μια σύνδεση μέσα σε ένα κλίμα απόλυτης μοναξιάς. Αντλώντας έμπνευση από το ιαπωνικό μυθιστόρημα «Ξένοι» του Taichi Yamada, η ταινία εμβαθύνει στο συχνά στιγματισμένο συναίσθημα της μοναξιάς. Το ίδιο συναίσθημα εξερευνά και η Olivia Laing στο βιβλίο της με τίτλο «The Lonely City», στο οποίο διαπλέκει τις προσωπικές της εμπειρίες με τις ζωές καλλιτεχνών του 20ού αιώνα, όπως ο Edward Hopper και ο Andy Warhol, οι οποίοι αποτύπωσαν την ουσία της μοναξιάς στα έργα τους.

Ο Haigh, γνωστός για τα οδυνηρά δράματά του, που συχνά μιλούν για τις ανθρώπινες σχέσεις, απεικονίζει τη μοναξιά ως μια καθολική, αλλά συχνά κρυμμένη εμπειρία. Η νέα του ταινία «κολυμπά» σ’ ένα συναίσθημα που προκαλεί ντροπή σε πολλούς, παρόλο που στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της κοινής μας εμπειρίας. Χαρακτηριστικά είναι το παράδειγμα μιας έρευνα της YouGov του 2023 σε φοιτητές πανεπιστημίου: Το 43% των ερωτηθέντων φοβήθηκε ότι θα αντιμετώπιζε κριτική αν εξομολογούνταν τη μοναξιά του, ενώ το 92% παραδέχθηκε ότι την είχε βιώσει.

Το All of Us Strangers είναι γεμάτο από εικόνες μοναξιάς στην πόλη, με τις εικόνες της ταινίας να απηχούν τις μοναχικές φιγούρες του Hopper και τα αγωνιώδη πορτρέτα του Francis Bacon.

«Αυτές οι εικόνες μοιάζουν με ανθρώπους παγιδευμένους και χαμένους μέσα σε κάτι», δήλωσε ο σκηνοθέτης μετά τη βράβευση της ταινίας του σε επτά κατηγορίες στα British Independent Film Awards.

Η ιστορία επικεντρώνεται στον Adam, έναν μοναχικό, μεσήλικα σεναριογράφο που ζει στο ανατολικό Λονδίνο, ο οποίος συναντά τον Harry, τον μοναδικό άλλο ένοικο της πολυκατοικίας του. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς, σταδιακά δημιουργούν έναν βαθύ δεσμό, διανύοντας μαζί την πολυπλοκότητα της μοναξιάς τους. «Ο πρωταγωνιστής αισθάνεται σαν να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που υπάρχει, γιατί αυτό είναι μοναξιά -δεν έχει σημασία αν υπάρχουν 10.000 άνθρωποι τριγύρω- απλά το αισθάνεσαι ενστικτωδώς», εξηγεί ο Haigh.

Η διερεύνηση της μοναξιάς στην ταινία είναι ιδιαίτερα επίκαιρη, δεδομένων των πρόσφατων ερευνών που αποκαλύπτουν την ευρεία διάδοσή της, ιδίως μεταξύ των νεότερων δημογραφικών ομάδων. Ενδεικτικά, μια έρευνα της Meta-Gallup του 2023 διαπίστωσε ότι τα υψηλότερα ποσοστά μοναξιάς παρατηρούνται στην ηλικιακή ομάδα 19-29 ετών.

«Ζώντας σε μια μεγαλούπολη, αισθάνεσαι ότι θα έπρεπε να υπάρχουν τόσες πολλές δυνατότητες σύνδεσης. Υπάρχουν τόσες πολλές άλλες ζωές και, παρ’ όλα αυτά, δεν μπορείς να συνδεθείς μαζί τους. Αυτό είναι χειρότερο από το να είσαι στην εξοχή, όπου, τουλάχιστον, δεν υπάρχει τόσες δυνατότητες ανθρώπινης επαφής», λέει. Ο ίδιος βλέπει το «All of Us Strangers» ως μια ρεαλιστική ιστορία αγάπης: «Το να αγαπάς κάποιον δεν σημαίνει ότι όλα τα προβλήματά σου εξαφανίζονται. Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά δεν είναι. Αυτοί οι δύο άνθρωποι συνεχίζουν να παλεύουν για να ξαναμπούν στο δωμάτιο ο ένας με τον άλλον».

Τόσο ο Haigh, όσο και η Laing αναγνωρίζουν τη μοναξιά που συχνά χαρακτηρίζει τη ζωή στην πόλη. Η Laing, μιλώντας για το βιβλίο της και την προσωπική της διαδρομή, τονίζει τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη μοναξιά. Στρέφει το βλέμμα προς τη συλλογική ευθύνη για την αντιμετώπιση του φαινομένου, τονίζοντας την ανάγκη κοινωνικής υποστήριξης και υποδομών. «Το The Lonely City υπογραμμίζει ότι η μοναξιά δεν είναι προσωπική αποτυχία. Όσοι υποφέρουν από αυτή είναι θύματα μιας ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής κακοδαιμονίας. Το βιβλίο εξετάζει το είδος των εμπειριών που έχουν οι άνθρωποι και τους οδηγεί στη μοναξιά», λέει η συγγραφέας.

Το «All of Us Strangers» αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης κινηματογραφικής συζήτησης για τη μοναξιά, όπως φαίνεται και σε άλλες πρόσφατες ταινίες, όπως το «Priscilla» της Sofia Coppola και το «Hoard» της Luna Carmoon. Αυτές οι ταινίες, μαζί με το έργο του Haigh, επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν και να εξανθρωπίσουν τη μοναξιά, αμφισβητώντας το στίγμα της και προσφέροντας μια αίσθηση αλληλεγγύης σε όσους τη βιώνουν.

«Η πραγματική απελευθέρωση δεν έρχεται από την αποσιώπηση ή την καταπίεση επώδυνων συναισθημάτων, αλλά από την πλήρη βίωσή τους», καταλήγει ο Haigh.