Μου αρέσει να οδηγώ. Πάντα μου άρεσε. Κόντρα σε όλους όσους μου έλεγαν πόσο βαρετή διαδικασία είναι και σ’ εκείνους που επεσήμαιναν ότι είναι καλύτερο είναι να είσαι επιβάτης και να σε πηγαίνουν, εγώ πάντα ήθελα να έχω το τιμόνι στα χέρια μου. Για πολλά χρόνια, δεν ήξερα γιατί. Υπέθετα ότι ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι control freak και θέλω να έχω τον έλεγχο των πραγμάτων που με αφορούν. Φυσιολογικά, όμως, αυτό θα ισοδυναμούσε με μια υπερένταση, μια αίσθηση αγωνίας.

Εγώ, αντίθετα, βρίσκω τον εαυτό μου να ηρεμεί στις ατελείωτες διαδρομές με το αυτοκίνητο. Σ’ ένα μακρύ, οδικό ταξίδι τη νύχτα, βρίσκω την ηρεμία που λείπει από όλη την υπόλοιπη ημέρα που έχει προηγηθεί. Η ησυχία του δρόμου, ο μηχανικός τρόπος που γίνονται οι κινήσεις στο αυτοκίνητο, όλα συμβάλλουν σε αυτή την αίσθηση αποφόρτισης. Και θα μου πεις, «ναι, έτσι αρέσει σε όλους μας η οδήγηση». Έλα, όμως, που η ζωή των περισσότερων διασχίζει την Κηφισίας σε ώρα αιχμής. Τότε, φαινομενικά τουλάχιστον, η οδήγηση χάνει τη χάρη της και μετατρέπεται σε μια αναγκαστική δοκιμασία που πρέπει να περάσεις για να φτάσεις στον προορισμό σου: Τη δουλειά, το σπίτι, την όποια υποχρέωση σε περιμένει.

Κίνηση, φανάρια, κορναρίσματα, όλα τα έχει το μενού σε μια τέτοια διαδρομή. Στην αρχή, όλα αυτά σε αφορούν. Γρήγορα, όμως, μετατρέπονται σε μια ρουτίνα, που επαναλαμβάνεται καθημερινά. Ξέρεις ότι θα βρεις κίνηση, ξέρεις ότι θα πέσεις στο μποτιλιάρισμα, ότι θα αλλάζεις διαρκώς τις ταχύτητες και, μετά από αρκετά λεπτά υπομονής, θα φτάσεις. Μετά από λίγο καιρό, δεν κάνεις καν συνειδητά αυτές τις κινήσεις, όλα γίνονται στον αυτόματο. Το σώμα κινεί το αυτοκίνητο και το μυαλό ταξιδεύει κάπου αλλού. Σ’ εκείνη την υποχρέωση που πρέπει να δρομολογήσεις, εκείνο το γεγονός που σε απασχόλησε, εκείνη την απόφαση που πρέπει επιτέλους να πάρεις.

Δεν συνειδητοποιείς καν πότε έφτασες στον προορισμό σου. Θυμάσαι μόνο την εικόνα της κίνησης στην Κηφισίας κι εσένα, λίγο αργότερα, να παρκάρεις. Στο μεταξύ, όμως, έχεις καταφέρει να βάλεις το μυαλό σου σε μια τάξη. Αν όχι εντελώς, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.

Και θα μου πεις, «είναι το μποτιλιάρισμα της Κηφισίας ο κατάλληλος χώρος για αποφάσεις; Δεν είναι προτιμότερο να κάνεις αυτή τη δουλειά μπροστά από ένα γραφείο, μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι;». Θεωρητικά ναι. Σκέψου όμως: Πηγαίνεις στη δουλειά και μόλις επιστρέφεις στο σπίτι, σε περιμένουν τόσες υποχρεώσεις: Μαγείρεμα, πλυντήριο, σιδέρωμα, σκούπισμα. Εργασίες καθημερινές, απαραίτητες, μπαίνουν ανάμεσα σ’ εσένα και τον ατομικό σου χρόνο. Σου αφαιρούν την πολυτέλεια να τα πεις για λίγο με τον εαυτό σου, να κάνετε ένα catch up, να δεις πού βρίσκεσαι, τι πρέπει να κάνεις, από τι οφείλεις να απαλλαγείς. Όσο καιρό άφηνα αυτό το «παράθυρο» αποφάσεων για την ώρα που θα επέστρεφα στο σπίτι, συνειδητοποίησα ότι τελικά το αποτέλεσμα ήταν να παίρνει διαρκώς αναβολή. Και, τελικά, το μυαλό μου βρήκε μόνο του μια διέξοδο να παίρνει τις αποφάσεις του την ώρα που πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα να το εμποδίσει.

Τώρα πια ξέρω γιατί αγαπώ τον χρόνο που περνώ στο αυτοκίνητο: Σ’ έναν κόσμο που τρέχει, που βιάζεται, που γεμίζει με υποχρεώσεις και «πρέπει», που δεν προλαβαίνεις καν να σκεφτείς και να καταλάβεις τον χρόνο που περνά, το μποτιλιάρισμα της Κηφισίας που χάρισε ένα απρόσμενο δώρο: Τον χρόνο με τον εαυτό μου, αυτό τον τόσο πολύτιμο χρόνο που τόσο δύσκολα κατακτιέται. Εκείνη την ώρα, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να παραβιάσει αυτή την προσωπική στιγμή. Όσο για την κίνηση; Καμιά φορά, λειτουργεί σαν σύμμαχός μου: «Παγώνει» το χρόνο και μου χαρίζει περισσότερη ώρα με μένα και τις αποφάσεις που με περιμένουν.