Αν μου ζητούσαν να περιγράψω τον σημερινό κόσμο με μια λέξη, θα διάλεγα τη λέξη «σύνδεση». Πράγματι, περνάμε μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας συνδεδεμένοι σε έναν ατελείωτο, ψηφιακό κόσμο, έχοντας διαρκή πρόσβαση στην πληροφορία. Επικοινωνούμε γρήγορα και εύκολα, χάρη στις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας. Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς ότι η ανθρώπινη επικοινωνία είναι στα καλύτερα της. Ότι σ’ έναν τέτοιο κόσμο, κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί πραγματικά μόνος.

Πόση, όμως, από αυτή την επικοινωνία είναι ουσιαστική; Κι αν κάποιος μας έπαιρνε το κινητό από τα χέρια, πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους θα ήταν ακόμη εκεί;

Αυτή η απορία μου γεννήθηκε στο δρόμο για ένα επαγγελματικό ταξίδι. Μόνη μεταξύ αγνώστων, οδεύοντας προς ένα εξίσου άγνωστο μέρος. Γνωριμίες πολλές, αλλά σχεδόν καμία προοπτική για ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία. Τυπικότητα και αποστάσεις. Αυτή θα ήταν η πραγματικότητά μου για μερικές ημέρες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

Aποφάσισα να επικεντρωθώ σε αυτό για το οποίο βρισκόμουν εδώ: Τη δουλειά. Αυτό θα με κρατούσε αρκετά απασχολημένη, ώστε να μη σκέφτομαι την αμηχανία που μου προξενεί όλο αυτό το άγνωστο.

Κι αυτό ακριβώς έκανα. Συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις, το μυαλό μου, όμως, παρέμενε προσηλωμένο στη δουλειά. Έτσι κι ένα βράδυ, σ’ ένα δείπνο. Παρακολουθούσα τη γιορτή που είχε στηθεί λίγα μέτρα πιο κει, ο νους μου όμως ταξίδευε αλλού. Σχεδόν δε το κατάλαβα όταν ήρθε κι έκατσε δίπλα μου. Χαμόγελο φωτεινό, μάτια καθαρά. Είχε κάτι ξεχωριστό. Δε μπορούσα ακόμη να καταλάβω τι. «Τι θέλει;», σκέφτηκα. «Άλλη μια τυπική επαφή», πρόσθεσε η φωνούλα μέσα μου. Με ρώτησε πώς μου φάνηκαν οι μέρες του ταξιδιού, ρώτησε για τη δουλειά μου. Απαντούσα σύντομα, περιεκτικά. «Κανείς εδώ δε χρειάζεται να ξέρει πολλά για σένα», σκέφτηκα.

Πολύ σύντομα, χωρίς καν να το καταλάβω, είχα πει πολλά περισσότερα από τα τυπικά. Μέσα σε ελάχιστη ώρα, άκουσα -προς μεγάλη μου έκπληξη- τον εαυτό μου να μιλά για ανομολόγητα συναισθήματα, απογοητεύσεις, σχέδια που ναυάγησαν κι αστείες ιστορίες. Για πράγματα που μπορεί να μην έτυχε να μάθουν ούτε οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι.

«Μα τι του λέω του ανθρώπου;», σκέφτηκα κάποια στιγμή. Δεν επέτρεψε, όμως, σ’ αυτή την απορία να ζήσει για πολύ. Κάθε απάντησή μου έδινε το έναυσμα για μια νέα ερώτηση. Τα καθαρά μάτια άρχισαν να γεμίζουν χρώματα, οι εκφράσεις του προσώπου μαρτυρούσαν ότι υπήρχε αληθινό ενδιαφέρον. Το χαμόγελο που σχηματιζόταν τακτικά επιβεβαίωνε πως κάτι όμορφο συνέβαινε εδώ.

Πέρασαν ώρες, δεν κατάλαβα πώς. Γέλασα, αναπόλησα, ανοίχτηκα. Έδωσα και πήρα. Μα, πάνω απ’ όλα, ένιωσα. Ένιωσα να συνδέομαι με έναν άνθρωπο αληθινά, βαθιά, ουσιαστικά, με έναν τρόπο που είχα καιρό να αισθανθώ.

Πέρασα τις επόμενες ημέρες να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που μπορεί να μας δέσει με κάποιον τόσο αβίαστα. Είναι η «χημεία»; Μια πηγαία οικειότητα; Ή απλώς η προσπάθεια κάποιου να επικοινωνήσει ουσιαστικά με κάθε ευκαιρία; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω. Ένα κατάλαβα όμως. Είναι βαθιά γοητευτικό. Και ειδικά όταν έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις.

Και τότε θυμήθηκα την πρώτη σκέψη που είχα κάνει: «Έχει κάτι ξεχωριστό». Μόνο που τώρα μπορούσα να διακρίνω τι. «Έχεις επικοινωνιακό χάρισμα», είπα. Δεν ήταν, όμως, ακριβώς αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι τόσο σπάνιο πλέον, που όταν υπάρχει, είναι αστραφτερό: Ενδιαφέρον. Ειλικρινές, αστείρευτο, ζωηρό. Επικοινωνία που δεν αρκείται στην επιφάνεια, αλλά ζητάει πιο πολλά. Και κάτι άλλο, ανεξήγητο: Εκείνη η ενστικτώδης αίσθηση που «ξεκλειδώνει» τα πάντα μέσα σου και σε κάνει να ανοίξεις τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του εαυτού σου σε κάποιον που ήταν άγνωστος μέχρι πριν από λίγο.

Ίσως, πάλι, δεν είναι και τόσο ανεξήγητο. Πόσοι άνθρωποι σε ρωτούν «τι κάνεις;» και περιμένουν πραγματικά να ακούσουν κάτι διαφορετικό από ένα τυπικό «καλά;». Πόσοι θέλουν να μάθουν για σένα από αληθινό, πηγαίο ενδιαφέρον κι όχι από κάποιο συμφέρον ή κουτσομπολιό; Πόσοι σε κοιτούν στα μάτια με τόσο καθαρό βλέμμα και με ψυχή ανοιχτή, έτοιμη να πάρει και να δώσει; Πόσο συγκινητικά σπάνια, πόσο υπέροχα ουσιώδης είναι μια τέτοια ανθρώπινη επαφή.