Είσαι έξω, με φίλους, γελάς, περνάς καλά. Ξαφνικά σε «χτυπάει». Όχι πάλι, σκέφτεσαι. Όλα αλλάζουν. Το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη σου. Προσπαθείς να προσποιηθείς ότι όλα εξακολουθούν να είναι καλά. Δύσκολο. Οι δικοί σου άνθρωποι σε καταλαβαίνουν.

«Τι είναι;», ρωτούν. «Αυτή η ημικρανία πάλι». «Έλα μωρέ, σιγά, πάρε ένα παυσίπονο και θα περάσει. Πήγαινε σπίτι και ξάπλωσε λίγο, θα ηρεμήσεις και θα είσαι καλά». Ίσως, σκέφτεσαι κι εσύ. Δεν περνάει όμως. Οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν πώς νιώθεις κι εσύ δεν μπορείς να δεχτείς ότι μια ημικρανία ασκεί τόση επιρροή πάνω σου. Εσύ όλα τα ξεπερνάς, τι έπαθες τώρα; Μήπως του δίνεις περισσότερη σημασία απ’ όση πραγματικά του αξίζει;

Όλες αυτές οι σκέψεις και οι πρακτικές συνοδεύουν τους ανθρώπους που πάσχουν από χρόνιες ημικρανίες, μια πάθηση αόρατη, χωρίς απτά συμπτώματα, που δυσκολεύει ακόμη και τους ειδικούς. «Κάνουμε τη διάγνωση με βάση αυτά που μας λέει ο ασθενής. Μπορεί να διεξάγουμε απεικονιστικές εξετάσεις για να αποκλείσουμε άλλες αιτίες για πονοκεφάλους, αλλά δεν υπάρχει τεστ ημικρανίας», εξηγεί η νευρολόγος Alina Masters-Israilov στο Well and Good.

Το γεγονός αυτό οδηγεί ακόμη και τον ίδιο τον πάσχοντα στο να υποτιμά ή ακόμη και να απορρίπτει το πρόβλημα, ενώ η χρήση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων για την προσωρινή ανακούφιση του πόνου έρχεται να συμβάλλει στη διαιώνισή του. «Η χορήγηση αναλγητικών, που θεωρούνται αβλαβή, κάνει συχνά την ημικρανία να γίνεται αντιληπτή ως κάτι ασήμαντο, γεγονός που μπορεί να καθυστερήσει την ουσιαστική παρέμβαση και αντιμετώπιση της πάθησης», προσθέτει η ειδικός.

«Το πρόβλημα είναι ότι η λέξη «ημικρανία» ταυτίζεται συχνά με την έννοια ενός πολύ κακού πονοκεφάλου», λέει η κλινική ψυχολόγος Elizabeth Seng. Η ημικρανία δεν είναι, όμως, ένας πόνος που, αν τον αγνοήσεις, θα περάσει. Είναι μια αληθινά σοβαρή πάθηση, που επηρεάζει την καθημερινότητα των πασχόντων, καθιστώντας τους μερικές φορές ανίκανους να ολοκληρώσουν ακόμη και τις πιο απλές εργασίες.

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν χρόνιες ημικρανίες δεν υποφέρουν μόνο κατά τις κρίσεις ημικρανίας. Πέρα από την κύρια φάση της κεφαλαλγίας, η ημικρανία χαρακτηρίζεται από μια πρόδρομη φάση, η οποία μπορεί να προκαλέσει ευαισθησία στο φως και αισθητικές διαταραχές έως και 48 ώρες πριν, αλλά και μια μεταδρομική φάση, η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει πόνο, κούραση, αλλαγές στη διάθεση και νοητική «ομίχλη» για έως και 24 ώρες μετά.

Ενοχλητικά συμπτώματα, όπως ημικρανία, άγχος, στομαχική δυσφορία και κόπωση είναι πιθανό να εμφανιστούν ακόμη και στο χρονικό διάστημα μεταξύ αυτών των φάσεων, εξηγεί η νευρολόγος Ira Turner, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Αμερικανικού Ιδρύματος Ημικρανίας.

Παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως ο ύπνος, η ενυδάτωση, η διατροφή, το αλκοόλ και η σοκολάτα, έχει αποδειχθεί ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθολογία της ημικρανίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με την δρ. Masters-Israilov, δίνεται συχνά έμφαση στις αλλαγές του τρόπου ζωής που μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση της ημικρανίας. Ακόμα κι έτσι, όμως, αποτελούν μόνο ένα μέρος της ιστορίας.

Η ημικρανία είναι μια νευρολογική διαταραχή. «Το τριδύμο αγγειακό σύστημα του εγκεφάλου είναι πιο ευαίσθητο σε περιβαλλοντικές και άλλες αλλαγές, πράγμα που σημαίνει ότι οι νευρώνες πυροδοτούνται όλο και πιο συχνά, προκαλώντας τις κρίσεις», εξηγεί η ειδικός και συνεχίζει: «Πράγματα όπως οι ορμονικές και οι καιρικές αλλαγές ή μια αγχωτική μέρα στη δουλειά μπορεί να παίξουν ρόλο και δεν είναι ελεγχόμενα». Έτσι, η ιδέα ότι ένας ασθενής μπορεί να ελέγξει πλήρως τις ημικρανίες του ή να μειώσει τη συχνότητά τους αλλάζοντας απλώς ορισμένες συμπεριφορές είναι εσφαλμένη, τονίζει η δρ. Seng, προσθέτοντας ότι το μόνο που επιτυγχάνεται είναι οι πάσχοντες να κατηγορούν ακόμη περισσότερο τον εαυτό τους για το πρόβλημα.

Σύμφωνα με την ίδια, όλο αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, με τους πάσχοντες που νιώθουν ενοχικά να αντιμετωπίζουν ισχυρότερες κρίσεις με σοβαρότερες συνέπειες, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στην εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων και η ιστορία συνεχίζεται χωρίς τέλος.

Το παν, λοιπόν, είναι η αναγνώριση του προβλήματος, η σαφής οριοθέτησή του με τη βοήθεια ενός ειδικού και ο σεβασμός του εαυτού: Όταν υποφέρει, χρειάζεται χρόνο, χρειάζεται να αναβάλλει πράγματα για αργότερα και χρειάζεται δύναμη ψυχής για να αντιμετωπιστεί. Κι όλα αυτά είναι απολύτως εντάξει.