Πώς μετράται η επιτυχία ενός καλλιτέχνη; Εμπορικά, ίσως στα εισιτήρια που «κόβει» ή τους δίσκους που πουλάει. Εν ολίγοις, με όρους εσόδων. Καλλιτεχνικά, όμως, επιτυχημένος είναι ένας δημιουργός που καταφέρνει να συνθέσει μια ταυτότητα, ένα σαφές, ξεχωριστό αποτύπωμα, αναγνωρίσιμο από το ευρύ κοινό.

Πολλοί καλλιτέχνες έχουν επιτύχει αυτό το στόχο κι ακόμη περισσότεροι τον προσπαθούν. Ανάμεσα σε όσους έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν αναγνωρίσιμο έργο είναι και μια σκηνοθέτις, που έχει ήδη κατορθώσει να θέσει τα πρότυπα για τις επόμενες γενιές κινηματογραφιστών. Ο λόγος για τη Sofia Coppola, το «γυναικείο βλέμμα» της οποίας -όπως η ίδια το έχει αποκαλέσει- παραμονεύει πάνω από πυραμίδες παστέλ μακαρόν, σειρές από σατέν παπούτσια, ένα τοπίο μακιγιάζ και αρωμάτων και άλλων στοιχείων. Με αφορμή τα γενέθλια της σκηνθέτιδος και εν αναμονή της κυκλοφορίας της νέας βιογραφίας της Priscilla Presley, το nssgclub.com ανατρέχει σε τρεις ταινίες όπου η μόδα δεν πρωταγωνιστεί απλώς, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης.

The Virgin Suicides (1999)

Η αισθητική του «Virgin Suicides» επηρέασε μια ολόκληρη γενιά βαριεστημένων εφήβων που ζουν σε έναν σύγχρονο κόσμο, όπου η αναπαράσταση της γυναικείας σεξουαλικότητας εξακολουθεί να είναι ευνουχισμένη και προβληματική. Η Coppola συνεργάστηκε με την ενδυματολόγο Nancy Steiner για να αναπαραστήσει με αυθεντικότητα την παιδική ηλικία της δεκαετίας του 1970, που αποτυπώνεται σε παρθενικά δαντελένια φορέματα και λουλουδάτες μάξι φούστες. Πρόκειται για μια οπτική γλώσσα τόσο υποβλητική, που έχει σταθερή θέση στη φανταχτερή αισθητική της Rodarte και τις συνεργασίες της Coppola με τον φίλο της και σχεδιαστή, Marc Jacobs.

Ακριβώς όπως τα αντικείμενα που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα των αδελφών – εικόνες της Παναγίας και ροζ κραγιόν – τα ρούχα τους δείχνουν τις αντιφάσεις που συνέθεσαν τη νεανική μόδα της εποχής: Αθωότητα έναντι εκκολαπτόμενης σεξουαλικότητας, ένα ροζ σουτιέν που δεσπόζει πάνω από έναν σταυρό. Η αίσθηση καταπίεσης που προκαλείται από την αυστηρή γονική κηδεμονία αποτυπώνεται και στην ένδυση: Στην καθημερινή ζωή, μέσω των παραδοσιακών σχολικών στολών, στη σκηνή του χορού μέσω των μακριών, φωτεινών φορεμάτων με τα ανεπαίσθητα λουλούδια. Μια αγνή εμφάνιση, που ξεθωριάζει τελικά, όταν η Λουξ (Kirsten Dunst) γράφει το όνομα του συνοδού της στο εσώρουχο που φοράει.

Lost in Translation (2003)

Παρ’ όλο που στο «Lost in Translation» η μόδα δεν έχει κεντρικό ρόλο στην αφήγηση της ταυτότητας των χαρακτήρων -σε αντίθεση με άλλες ταινίες της Coppola, όπως οι «Marie Antoinette», «The Bling Ring» και «The Beguiled»– η Suzanne Ferriss επισημαίνει πώς τα κοστούμια της ταινίας αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της σχέσης του Bob και της Charlotte. Στο ομότιτλο δοκίμιο, η συγγραφέας περιγράφει την πολυπλοκότητα των γυρισμάτων (27 ημέρες χωρίς άδεια στο Τόκιο), εξετάζοντας τους υπαινιγμούς της Coppola με τη χρήση των καλών τεχνών, όπως για παράδειγμα η λεπτή χρωματική παλέτα και η εκφραστική χρήση της μουσικής αντί των λέξεων.

Το πλάνο της Scarlett Johansson με ένα διάφανο ροζ εσώρουχο επιλέχθηκε για την εμβληματική εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, κάνοντας μια ευθεία αναφορά στον ζωγράφο John Kacere, ο οποίος συχνά απεικόνιζε γυναίκες με εσώρουχα. Στη σκηνή του καραόκε, όπου ο Murray τραγουδάει το «More Than This» των Roxy Music, η ηθοποιός φοράει μια παστέλ ροζ περούκα, που προλαβαίνει κατά ένα χρόνο το ντύσιμο της Natalie Portman στο «Closer». Η Charlotte αρχικά αναγκάζει τον Bob να φορέσει ένα πορτοκαλί πουκάμισο για να βγει έξω. Από εκεί και πέρα, κάθε ρούχο είναι «ένδειξη του δεσμού που αναπτύσσεται μεταξύ τους: Της επιτρέπει να του αλλάζει την εμφάνιση».

Προσωπικά είδη ένδυσης, όπως ρόμπες και πιτζάμες, εδραιώνουν επίσης τη σχέση τους: Όταν συναντιούνται στο ασανσέρ του γυμναστηρίου, «φορούν το ίδιο λευκό πετσετέ μπουρνούζι που τους παρέχει το ξενοδοχείο. Όταν κοιμούνται μαζί, ντυμένοι με σκούρα πουλόβερ, η παράλληλη ένδυση καταγράφει τη συμβατότητά τους». Η μοναξιά των χαρακτήρων ξεχωρίζει με φόντο ένα φουτουριστικό Τόκιο, όμως για πρώτη φορά στο έργο της Coppola τα κοστούμια παίζουν αφηγηματικό και όχι συμβολικό ρόλο.

Marie Antoinette (2007)

Στα Όσκαρ του 2007, τα κοστούμια της Milena Canonero για το «Marie Antoinette» κέρδισαν επειδή, αν και δεν ήταν ιστορικά πιστά στην γκαρνταρόμπα της βασίλισσας συζύγου του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, η απόλυτη μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια που αποπνέουν τα κατέστησαν αντιπροσωπευτικό πορτρέτο των Βερσαλλιών και της τελευταίας περιόδου της γαλλικής μοναρχίας.

Για να γίνουν πραγματικότητα τα κοστούμια της ταινίας, η Canonero με τις 6 βοηθούς της σχεδίασαν τα φορέματα, τα καπέλα, τις τουαλέτες και τα υπόλοιπα κομμάτια, ενώ υπήρχαν 10 μισθωτοί εργάτες και το τμήμα γκαρνταρόμπας, με αρκετούς οδηγούς για τις μεταφορές, οι οποίοι μάλιστα δούλευαν σε 24ωρες βάρδιες, για να συμβαδίζουν με τις απαιτήσεις της παραγωγής. Τα παπούτσια προήλθαν από τους Manolo Blahnik και Pompei, εκατοντάδες περούκες και χτενίσματα έγιναν από τους Rocchetti & Rocchetti, ενώ δεν έλειψαν και τα κοσμήματα, με τον γαλλικό οίκο Fred Leighton να προμηθεύει αποκλειστικά πολύτιμους λίθους αξίας σχεδόν 4 εκατομμυρίων δολαρίων.

Σύμφωνα με το περιοδικό London Times Magazine, η Sofia Coppola χάρισε στη Milena Canonero ένα κουτί κραγιόν στην αρχή της προπαραγωγής. Η ενδυματολόγος δήλωσε αργότερα: «Χρησιμοποίησα τα χρώματα που αγαπώ ως παλέτα, απλοποιώντας τη βαριά αισθητική του 18ου αιώνα. Ήθελα να είναι ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα να έχει στυλ». Ακόμα και σήμερα, περισσότερα από 15 χρόνια μετά την προβολή της στις αίθουσες, η ταινία θεωρείται ότι αποτυπώνει με επιτυχία τα γεγονότα της εποχής την οποία αφηγείται.