Λένε πως κάθε άνθρωπος που περνάει από τη ζωή μας είναι ένα μάθημα. Έρχεται ξαφνικά και γεμίζει με φως και χρώματα την ψυχή μας. Ανοίγεται, μοιράζεται, χαρίζει και γεννά πολύτιμα συναισθήματα.

Κι ύστερα φεύγει. Άλλοτε ξαφνικά κι ίσως, καμιά φορά, χωρίς εξηγήσεις. Ίσως, πάλι, και να ξέρεις τον λόγο. Λίγη σημασία έχει. Κάθε (απο)χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Έχει πόνο και αλλαγή. Αλλαγή εξωτερική, αλλά και εσωτερική. Το μέσα σου ανατρέπεται. Η καθημερινότητά σου καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πολλές αλλαγές. Δύσκολες. Ακόμη κι αν το τέλος ήταν «λογικό» ή αναπόφευκτο, η ψυχή δεν είναι ποτέ έτοιμη να αποχωριστεί κάτι που έμαθε να αγαπά.

Μετά το πρώτο σοκ, έρχεται η μάχη. Η διάθεση αλλάζει, γίνεται σχεδόν επιθετική. Τέλος τώρα με τη θλίψη. Τώρα «πρέπει» να ξεχάσεις, να συνέλθεις, να προχωρήσεις. Δεν επιτρέπεται να νιώσεις τίποτα αρνητικό. Τα δύσκολα συναισθήματα είναι ήττα. «Πρέπει» να τα κρύψεις κάτω από το χαλί και να πείσεις τους πάντες ότι είσαι καλά. Και κυρίως τη φιγούρα που σε κοιτάει στον καθρέφτη σου.

Πρόκειται για ένα παιχνίδι εγωισμού; Ή μήπως για την ανάγκη να αποδεικνύουμε διαρκώς πόσο άτρωτοι, πόσο αλώβητοι είμαστε; Έχουμε μάθει να περιφρονούμε τα συναισθήματα σαν να είναι κάποιου είδους αρρώστια. Σηκώνουμε τη σημαία της απάθειας σαν τρόπαιο. Λες και όποιος «ξεχάσει» πιο γρήγορα κερδίζει. Λες και το να μη νιώθεις τίποτα έχει έπαθλο.

Όλα πηγαίνουν βάσει σχεδίου για λίγο (ή πολύ) καιρό. Μέχρι που, μια μέρα, αναπόφευκτα, μοιραία σχεδόν, σκοντάφτεις πάνω στο χαλί. Ναι, εκείνο που έκρυψες από κάτω όλα τα συναισθήματα που προσποιήθηκες πως δεν έχεις. Εκείνο που κρύβει την αλήθεια που απαρνήθηκες. Κι αν κοιτάξεις, θα δεις ότι μαζί με τη θλίψη και τον θυμό, έκρυψες και την αγάπη. Εκείνο το υπέροχο συναίσθημα που ένιωσες για εκείνον που διάλεξε να φύγει.

Και τότε, η αλήθεια αποκαλύπτεται. Όχι ότι την ξέχασες και ποτέ δηλαδή. Αλλά τώρα τη βλέπεις μπροστά σου: Τίποτα δεν έφυγε, τίποτα δεν έσβησε. Όλα τα συναισθήματα που ένιωσες, όσα μοιράστηκες είναι ακόμη εκεί και σε «κοιτούν» κατάματα. Όσο κι αν προσπάθησες να τα απαρνηθείς.

Και τώρα πες μου, αλήθεια, πότε σε έβλαψε η αγάπη και θέλησες να την θάψεις; Πώς μπορεί να κάνει οποιοδήποτε κακό; Την αντιμετώπισες σαν έναν κακό δαίμονα, που έπρεπε να πολεμήσεις, για να τιμωρήσεις εκείνον που έφυγε. Και, τελικά, τι κατάφερες; Να τιμωρήσεις τον εαυτό σου. Να αδειάσεις την ψυχή σου απ’ ότι όμορφο έχει αισθανθεί.

Η αγάπη, όμως, είναι στην πραγματικότητα ένα υπέροχο δώρο. Μια παρακαταθήκη που σου αφήνει εκείνος που διαλέγει να συνεχίσει τη ζωή του κάπου αλλού. Και, σε αντάλλαγμα, παίρνει μαζί του ένα κομμάτι της ψυχής σου. Δίκαιη ανταλλαγή, έτσι δεν είναι;

Αν διάλεγα σήμερα μερικά λόγια να πω σ’ εκείνους που έφυγαν, θα ήταν μάλλον αυτά: Σ’ ευχαριστώ για όσα με έκανες να νιώσω. Χωρίς εσένα, ίσως και να μη τα είχα νιώσει ποτέ. Δεν ήταν εύκολο να μάθω να ζω με την απουσία σου, αλλά δεν σου κρατώ κακία. Όσα μου χάρισες είναι πολύ πιο σημαντικά από αυτά που μου πήρες. Σ’ ευχαριστώ για το πιο πολύτιμο δώρο που θα μπορούσες να μου προσφέρεις ποτέ. Κι όταν με ρωτούν «πότε επιτέλους θα ξεχάσεις;», τώρα πια ξέρω τι ν’ απαντήσω: «Ποτέ!». Γιατί η αγάπη μου για σένα θα ζει για πάντα μέσα στην καρδιά μου. Κι έτσι, δεν θα φύγεις ποτέ πραγματικά.