Το Cosmopolitan αφηγείται την ιστορία της Maeve, μιας 28χρονης διευθύντριας πρακτορείου, που βιώνει μια καθημερινή απογοήτευση από τη δουλειά της. Κάποτε αντιμετώπιζε απαιτητικά καθήκοντα στη δουλειά των ονείρων της, αλλά τώρα αισθάνεται ότι έχει περιοριστεί στο ρόλο μιας βοηθού, διεκπεραιώνοντας απλώς πεζά καθήκοντα και νιώθοντας διαρκώς να περνά απαρατήρητη. Έχει φιλοδοξίες για πολλά περισσότερα, όμως η οικονομική ανασφάλεια την κρατά δέσμια σε αυτή τη θέση.

Η Maeve δεν είναι η μόνη που βιώνει αυτή την πραγματικότητα. Η παγκόσμια έκθεση της Gallup για την εργασία το 2022 είναι αποκαλυπτική: Μόλις το 21% των ανθρώπων αισθάνεται δεσμευμένο (πέφτοντας στο 14% στην Ευρώπη – την περιοχή με το χαμηλότερο ποσοστό δεσμευμένων εργαζομένων), ενώ το 60% αισθάνεται συναισθηματικά αποστασιοποιημένο και το 19% δυστυχισμένο από τη δουλειά του.

Η πανδημία ήρθε να επιδεινώσει αυτά τα συναισθήματα, οδηγώντας σε επαγγελματική εξουθένωση και αλλαγή της εργασιακής συμπεριφοράς. Πολλοί είναι πλέον απρόθυμοι να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά, αντιστέκονται στην επιστροφή στο γραφείο και πιέζουν για βελτιωμένες συνθήκες εργασίας. Η έννοια της «αθόρυβης παραίτησης», δηλαδή το να προσφέρεις τα απολύτως απαραίτητα και τίποτα παραπάνω, είναι μια τάση που αντικατοπτρίζει μια αντίδραση ενάντια στην απαιτητική εργασιακή κουλτούρα. Κι ενώ ο καθορισμός ορίων είναι μια υγιής αντίδραση, για ορισμένους ο ψυχικός αντίκτυπος της απογοήτευσης από την εργασιακή πραγματικότητα εκτείνεται πέρα από τα όρια της εργασίας.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Cosmopolitan, η συντριπτική πλειοψηφία (91%) δηλώνει ότι είναι σημαντικό η δουλειά να τους δίνει μια αίσθηση σκοπού, κι όμως το 52% δεν αισθάνεται το κίνητρο για να πετύχει στον τρέχοντα ρόλο του, ενώ το 65% αναφέρει ότι η δουλειά έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική του υγεία. Αν, όμως, αναλογιστούμε ότι οι περισσότεροι από εμάς θα αφιερώσουν τουλάχιστον 84.365 ώρες κατά τη διάρκεια της ζωής τους στη δουλειά, καταλαβαίνουμε ότι η ικανοποίηση από την εργασία είναι σημαντική.

Ένας βασικός παράγοντας αυτής της κακοδαιμονίας είναι η «σκουριά», ένας όρος για την ανία που πηγάζει από τη μη ικανοποιητική, μονότονη εργασία. Σε αντίθεση με την επαγγελματική εξουθένωση, η οποία προκύπτει από την υπερκόπωση, η σκουριά προέρχεται από την έλλειψη ουσιαστικής ενασχόλησης. Αφήνει τους εργαζόμενους να νιώθουν ότι έχουν κολλήσει και ότι δεν τους εκτιμούν, κάτι που, φυσικά, έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία και την προσωπική τους ζωή.

Η επαγγελματική εξουθένωση έχει γίνει αρκετά συχνή, ώστε να αναγνωρίζεται και να ορίζεται από τον πραγματικό Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως «επαγγελματικό φαινόμενο», με όλο και περισσότερες εταιρείες αναπτύσσουν στρατηγικές για να την αποτρέψουν. Η σκουριά, όμως, παραμένει πολύ λιγότερο γνωστή ή κατανοητή. Κι όσο κι αν η παραίτηση μοιάζει για πολλούς μια καλή ιδέα, είναι μάλλον αδύνατη σε έναν κόσμο ακρίβειας, κάνοντας πολλούς να αισθάνονται ότι βρίσκονται στο έλεος του εργοδότη τους.

Η Teena Clouston, συγγραφέας του βιβλίου «Challenging Stress, Burnout And Rust-Out» και καθηγήτρια εργοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, λέει: «Η σκουριά είναι πολύ βαθύτερη από την πλήξη. Συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι κάνουν κάτι σκόπιμο ή ότι δεν αναγνωρίζονται. Συχνά αισθάνονται μπλοκαρισμένοι, σαν να μην υπάρχει προοπτική να προοδεύσουν, και μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί από την επαγγελματική εξουθένωση».

Σε μια εργασιακή κουλτούρα όπου η αξία μας έχει συνδεθεί τόσο στενά με την παραγωγή και την επιτυχία, δεν προκαλεί και τόση έκπληξη το γεγονός ότι η σκουριά έχει συνδεθεί με μια αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. «Ο ψυχικός αντίκτυπος της σκουριάς μπορεί να είναι αρκετά σκοτεινός. Μπορεί να νιώθεις κατάθλιψη, σαν να έχεις κολλήσει στη λάσπη και να μη μπορείς να κουνηθείς», λέει η Clouston, εξηγώντας ότι το επακόλουθο αποτέλεσμα είναι «η απόσυρση και η αδιαφορία για την καθημερινή μας ζωή, ακόμη κι εκτός εργασίας».

Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι αντιξοότητες μπορούν να αποτελέσουν εμπειρία μάθησης. Η ενδελεχής αξιολόγηση των πιθανών θέσεων εργασίας και η υπεράσπιση μιας ισορροπημένης ζωής είναι το κλειδί. Επιπλέον, η αναγνώριση του προβλήματος, η αναζήτηση ουσιαστικών εργασιακών καθηκόντων, ο καθορισμός στόχων σταδιοδρομίας και η εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής μπορούν να βοηθήσουν. Είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τους οργανισμούς να παρέχουν εργασία με νόημα και να αναγνωρίζουν τη συνεισφορά των εργαζομένων.

Όσο θλιβερή κι αν φαίνεται αυτή τη στιγμή η εργασιακή σου πραγματικότητα, να θυμάσαι ότι δεν υπάρχει εμπειρία από την οποία δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις. «Οι αντιξοότητες μπορούν να μας διδάξουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να μας διδάξει η συνεχής επιτυχία – και οι αλλαγές που κάνουμε στον εαυτό μας υπό τέτοιες συνθήκες συχνά δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να ευημερήσουμε στο μέλλον», υποστηρίζει η δρ Chang. «Μας έχει γίνει πλύση εγκεφάλου, ώστε να πιστεύουμε ότι πρέπει να τα δίνουμε όλα στη δουλειά. Ωστόσο, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν δίνουμε τόσα πολλά ώστε να επηρεάζεται και η υπόλοιπη ζωή μας», καταλήγει η Clouston.