Ήταν 11:59, 31 του Δεκέμβρη… κράτησα την αναπνοή μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και με μία εκπνοή τα άνοιξα και κοίταξα επίμονα το ρολόι. Ήταν και επίσημα 2019 και είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνια πένθους, μετά από τον χαμό της μητέρας μου. Μήνες πριν είχα σκεφτεί αυτή τη στιγμή, και αναρωτήθηκα αν αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόμουν το 2019 θα ήταν η μαμά μου. 

Φυσικά και ήταν. Δεν τα κατάφερα μέχρι τις 12:05. 

Τη μέρα που την έχασα, το ήλιος του Μαΐου έλαμπε και τα λουλούδια στο μπαλκόνι είχαν ανθίσει ενώ το άρωμα του χάιδευε τα πάντα γύρω τους. Τα 17 είναι μία εγωιστική ηλικία. Και τότε δεν σκεφτόμουν καμία άλλη ζωή, παρά μόνο τη δική μου. Ήταν άρρωστη για πάνω από 5 χρόνια και δεν μπορούσα να προβλέψω τι θα γινόταν.

Έκανα σχέδια για το μέλλον, για τις σπουδές μου και δεν μπορούσα να καταλάβω ότι η μαμά μου είχε καρκίνο εδώ και 5 χρόνια. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έλειπε από το οικογενειακό τραπέζι πιο σύντομα από ό,τι περίμενα. 

Τη Δευτέρα μετά την κηδεία, γύρισα στο σχολείο. Τα παπούτσια μου μάζεψαν τη δροσιά που είχε καθίσει επάνω στο γρασίδι όσο περπατούσα προς το αυτοκίνητό μου. Εκείνη τη μέρα, στις 7 το πρωί, δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. 

Ένα μικρό μέρος του κόσμου ανενόχλητο συνέχισε να προχωράει. Κοίταξα με δυσπιστία το δρόμο. Δεν πίστευα το πόσο μικρή ένιωθα. 

Μέχρι εκείνη τη μέρα του Μαΐου, λίγα ήταν εκείνα που είχαν πάει στραβά στη ζωή μου. Μπορεί από τότε που ήμουν 11 να θυμάμαι τη μαμά μου να πηγαίνει σε χημειοθεραπείες κάθε Παρασκευή απόγευμα… αλλά είχα μία όμορφη παιδική ηλικία. 

Τα καλοκαίρια μου ήταν γεμάτα από ημερήσιες εκδρομές και αποδράσεις σε camping. Επισκέψεις σε μουσεία και gallery. Έδειξε σε εμένα και στον αδερφό μου πώς να γίνουμε ενήλικες, ακόμα κι αν δεν ήταν εκεί για να το δει. 

Τα ένστικτά μας συχνά μας λένε να τρέξουμε. Τα συναισθήματά μας μάς πείθουν όμως να μείνουμε. Μετά το γυμνάσιο ήταν εύκολο το να τρέξω, μου το έλεγαν το ένστικτο, το μυαλό και η καρδιά μου. 

Είχα παραισθήσεις. Την έβλεπα στο δρόμο, πήγαινα στο σχολείο και την έβλεπα. Πιο πολύ την έβλεπα στη γειτονιά. Περπατούσε ένα χειμωνιάτικο απόγευμα μαζί με το σκύλο μας. Δεν μπορούσα να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω της. Όταν γυρνούσε τα μάτια της δεν είχαν το ίδιο χρώμα και ο σκύλος ήταν πιο χοντρός. 

Πέρασα την τελευταία χρονιά του γυμνασίου απαντώντας στο τηλέφωνο και λέγοντας πώς δεν μπορεί να μιλήσει. Ήταν ώρα να φύγω. Στα 20 μου, έβλεπα μητέρες μαζί με τις κόρες τους να κάνουν πράγματα μαζί. Η εικόνα μίας μητέρας και μίας κόρης να τρώνε και να γελάνε σε ένα εστιατόριο με έκανε να λυγίζω. 

Μία μόνο στιγμή έφερνε στο μυαλό μου αναμνήσεις. Κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν θα σταματούσε ποτέ αυτό να συμβαίνει

Ο δέκατος χρόνος πόνεσε, και πονούσε που πονούσε. Αυτό το συναίσθημα ήταν που προσπάθησα να ξεπεράσω. Προσπάθησα να προχωρήσω παρακάτω και όλοι ήταν περήφανοι για μένα. Ήταν ένα “ποιηματάκι” που μου έλεγαν και το είχα πιστέψει κι εγώ. 

Κάποιους μήνες μετά την επέτειο, αισθανόμουν ότι γλιστρούσα, ότι υποτροπίαζα σε μία θλίψη που δεν είχα ξανά νιώσει. 

Στα 27 μου, μία δεκαετία μετά, νόμιζα ότι ήξερα πλέον για την απώλεια. Στο δέκατο έτος, η θλίψη έκανε ένα άλμα και βγήκε και πάλι στο προσκήνιο με την απαίτηση να αναγνωριστεί. 

Το ερώτημα είναι: Ο χρόνος απαλύνει τον πόνο; Αμέσως θα απαντήσω πως όχι. Αν όλα ήταν καλά, δεν θα σκεφτόμουν τη μαμά μου την 1η του Γενάρη τις πρώτες πρωινές ώρες. Μαθαίνεις απλώς να ζεις με την απώλεια και να γίνεσαι φίλη της. 

Το καλοκαίρι, βρήκα μία φωτογραφία της που δεν είχα ξανά δει. Είναι κάπου στα 30 της και ποζάρει δίπλα σε ένα αυτοκίνητο σε ένα μέρος που δεν αναγνώρισα. 

Δεν ξέρω αν πραγματικά ο χρόνος απαλύνει τον πόνο, αλλά σίγουρα τον βγάζει στο φως. Δεν με πονάει να βρίσκω σημεία που τη θυμίζουν, δεν μου λένε τίποτα για την απουσία της. Το αντίθετο μάλιστα, μου θυμίζουν με έναν μαγικό τρόπο το πόσο χαίρομαι που υπήρξε.