Η βιταμίνη D είναι ταυτόχρονα ένα θρεπτικό συστατικό αλλά και μια ορμόνη που παράγει το σώμα μας.

Είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που είναι γνωστό, εδώ και χρόνια, ότι βοηθά το σώμα να απορροφήσει και να διατηρήσει το ασβέστιο και τον φώσφορο, το οποία είναι και τα δύο κρίσιμα για την οικοδόμηση των οστών.

Επίσης, εργαστηριακές μελέτες δείχνουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων, να βοηθήσει στον έλεγχο των λοιμώξεων και στη μείωση της φλεγμονής. Ενώ παράλληλα, πολλά από τα όργανα και τους ιστούς του σώματος έχουν υποδοχείς για τη βιταμίνη D, που υποδηλώνουν σημαντικούς ρόλους πέρα από την υγεία των οστών.

Ποιες είναι οι μορφές της βιταμίνης D;

Με τον όρο Βιταμίνη D αναφερόμαστε σε δύο μορφές: τη βιταμίνη D2 («εργοκαλσιφερόλη» ή προβιταμίνη D) και βιταμίνη D3 («χοληκαλσιφερόλη»). Οι δύο αυτές μορφές, είναι φυσικές μορφές που παράγονται παρουσία των υπεριωδών ακτίνων Β (UVB) του ήλιου, εξ ου και το παρατσούκλι της, «η βιταμίνη του ήλιου», όμως η D2 παράγεται σε φυτά και μύκητες και η D3 στα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων.

Ποια είναι τα οφέλη της βιταμίνης D για την υγεία σου;

Η βιταμίνη D παίζει κρίσιμο ρόλο σε πολλές σωματικές λειτουργίες όπως:

• Υγιή οστά

Η βιταμίνη D προάγει την εντερική απορρόφηση ασβεστίου και βοηθά στη διατήρηση επαρκών επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα, τα οποία είναι απαραίτητα για υγιή οστά. Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει ραχίτιδα, ενώ στους ενήλικες, η ανεπάρκεια βιταμίνης D εκδηλώνεται ως οστεομαλάκυνση, δηλαδή πόνους στα οστά και στους μύες. Η μακροχρόνια ανεπάρκεια βιταμίνης D, οδηγεί στην εμφάνιση οστεοπόρωσης.

• Ανοσολογική λειτουργία

Η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D μπορεί να υποστηρίξει την καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού και να μειώσει τον κίνδυνο αυτοάνοσων νοσημάτων. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος καθώς πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της μακροχρόνιας ανεπάρκειας βιταμίνης D και της ανάπτυξης αυτοάνοσων καταστάσεων, όπως το άσθμα, ο διαβήτης τύπου 1, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

• Μείωση της πιθανότητας καρδιακής νόσου

Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων όπως η υπέρταση, η καρδιακή ανεπάρκεια και το εγκεφαλικό. Αλλά δεν είναι σαφές εάν η ανεπάρκεια βιταμίνης D συμβάλλει σε καρδιακές παθήσεις ή απλώς υποδηλώνει κακή υγεία, όταν υπάρχει μια χρόνια πάθηση.

• Μείωση της πιθανότητας σοβαρών ασθενειών

Αν και οι μελέτες είναι μεικτές, η βιταμίνη D μπορεί να καταστήσει λιγότερο σοβαρές τις λοιμώξεις από γρίπη αλλά και COVID-19. Μια πρόσφατη ανασκόπηση, διαπίστωσε ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συμβάλλουν στο σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας ενώ όσον αφορά τη λοίμωξη από COVID-19, οι περισσότεροι ασθενείς που νοσηλεύτηκαν είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.

Ποια είναι τα συμπτώματα ανεπάρκειας βιταμίνης D;

Τα συμπτώματα ανεπάρκειας βιταμίνης D σε ενήλικες μπορεί να περιλαμβάνουν κούραση, μυϊκό πόνο, αδυναμία, κράμπες, πονοκεφάλους και κίνδυνο για κατάγματα.

Ποιες τροφές αποτελούν πηγή βιταμίνης D;

Ορισμένα τρόφιμα περιέχουν φυσικά βιταμίνη D και άλλα είναι εμπλουτισμένα με αυτήν. Μπορείς να βρεις τη βιταμίνη D στις ακόλουθες τροφές:

• Σολομός

• Σαρδέλες

• Ρέγγα

• Τόνος

• Μοσχαρίσιο συκώτι

• Κρόκος αυγού

• Γαρίδες

• Μανιτάρια

• Γαλακτοκομικά

• Ορισμένα δημητριακά και το πλιγούρι βρώμης (εμπλουτισμένα)

Οι συνιστώμενες δόσεις για τη βιταμίνη D καθημερινά είναι:

• Βρέφη (0–12 μηνών): 10 mcg (400 IU)

• Παιδιά και έφηβοι: 15 mcg (600 IU)

• Ενήλικες ηλικίας 18–70: 15 mcg (600 IU)

• Ενήλικες άνω των 70 ετών: 20 mcg (800 IU)

• Έγκυες ή θηλάζουσες γυναίκες: 15 mcg (600 IU)

Η βιταμίνη D αποτελεί ένα «υπερόπλο» υγείας για όλες τις ηλικίες. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, γνωρίζαμε ότι είναι απαραίτητη μόνο για την πρόληψη της οστεοπόρωσης και της ραχίτιδας. Ωστόσο, σήμερα, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά, καθώς νέα στοιχεία αποδεικνύουν τον σημαντικότατο ρόλο της στη διατήρηση της καλής υγείας.