Πριν από δεκατρία χρόνια, μία παρόμοια Παρασκευή του Μαρτίου έμαθα -εντελώς άτσαλα- μέσα από ένα κατά λάθος τηλεφώνημα πως ο μπαμπάς μου μόλις έχει φύγει ξαφνικά από τη ζωή. Ήταν σαν μία γιγάντια παλάμη να μου έδωσε μία σφαλιάρα και εγώ να έκανα με δύναμη σβούρες γύρω από τον εαυτό μου. Μεγαλώνοντας σκέφτηκα πως ο μπαμπάς μου τελικά θα ήθελε να ξέρει πολλά από εκείνα που δίστασα να του πω επειδή ντράπηκα, αμέλησα ή φοβήθηκα μήπως ανησυχήσει. Δεκατρία χρόνια μετά σκέφτομαι πως για τα περισσότερα από αυτά θα ήταν τελικά περήφανος και μετανιώνω που δεν τα μοιράστηκα μαζί του. Όχι γιατί ήταν επιτεύγματα αλλά γιατί οι μπαμπάδες είναι φτιαγμένοι για να είναι περήφανοι.

Μπορεί να ακολουθούν άχρηστες πληροφορίες για σένα αλλά έχω την ελπίδα ότι μπορεί να σε εμπνεύσουν να σηκώσεις το τηλέφωνο για να πεις αυτά που θες. Στον μπαμπά σου. Σε όποιον θες. 

Μπαμπά δεν σου είπα ποτέ πως στο Γυμνάσιο πιάστηκα στα χέρια με μια συμμαθήτρια μου. Σε έβρισε επειδή όπως με άφησες έξω από το σχολείο καταλάθος την πιτσίλησες με νερά από μια μικρή λακκούβα. Δεν σου είπα ποτέ πως πριν δεκαπέντε χρόνια αποφάσισα να βρω δουλειά χωρίς να ζητήσω βοήθεια από κανέναν. Με μια εφημερίδα στο χέρι, έπαιρνα από καρτοτηλέφωνο και κανόνιζα ραντεβού το ίδιο απόγευμα επιμένοντας. Μέσα στην άγνοια μου έφτανα σε περιοχές όπως το Μενίδι στις 8 το βράδυ.

Περίμενα λεωφορεία που ποτέ δεν ήξερα αν θα φτάσουν σε περιοχές που δεν ξαναπήγα ποτέ από τότε.

Στη μικρή μου τσάντα είχα ένα χάρτη της Αθήνας -χίλιοτσαλακωμένο- που με βοηθούσε να βρίσκω έστω και στοιχειωδώς πόσο μακριά είμαι από το σπίτι. Δεν σου είπα ποτέ πως πολύ αργά ένα βράδυ βρέθηκα στην Ομόνοια. Μπερδεύτηκα και αντί να πάω προς την Πατησίων πήγαινα προς την Αθηνάς. Mια ομάδα αστυνομικών μου με θεώρησε ύποπτη και μου άδειασε την τσάντα πάνω στο πεζοδρόμιο. Θα γελούσες.

Όπως δεν σου είπα ποτέ για ένα βροχερό απόγευμα που μπήκα σε λεωφορείο για ραντεβού χωρίς εισιτήριο. Ο ελεγκτής με κατέβασε επειδή δεν είχα ταυτότητα και αναγκάστηκα να περπατήσω από τον Βύρωνα μέχρι την Λ. Αλεξάνδρας με τα πόδια, κλαίγοντας μέσα στη βροχή. Δεν σου είπα ποτέ ότι κοιμόμουν για δύο χρόνια σε καναπέδες ή στρώματα στο πάτωμα αλλά παρόλα αυτά ήμουν χαρούμενη για τις επιλογές μου. Όταν μου έλεγες πως ανησυχείς που επιστρέφω αργά με το τρένο από τη δουλειά δεν σου είπα ότι υπήρξε εποχή που πήγαινα και έβλεπα κόντρες στην Κατεχάκη.

Δεν σου είπα ποτέ ότι ξεκίνησα kick boxing επειδή όταν ήμουν μικρή σε θυμάμαι να μου λες στα αστεία να δέρνω τα αγόρια που με «κορτάρουν».

Ήθελα να σε βλέπω να περηφανεύεσαι κάθε φορά που σου περιέγραφα σκηνές από προπονήσεις με γάντια και γροθιές. Δεν σου είπα ποτέ για τα αγόρια που με πλήγωσαν και για τα αγόρια που πλήγωσα. Για τις φιλίες που με πρόδωσαν και για τα λάθη που έκανα. Δεν σου είπα ποτέ για όσες φορές χοροπήδησα από χαρά επειδή με πήραν σε μια δουλειά. Δεν σου είπα για το βιβλίο που έγραψα και σου αφιέρωσα. Ούτε για τις συνεντεύξεις που έδωσα. Ούτε πως έμαθα πως κρατούσες κρυφά βιντεοκασέτες με τα πρώτα ρεπορτάζ που έκανα. Δεν σου είπα για το ολόδικό μου, νέο σπίτι και το πρώτο βράδυ που πνίγηκα τρώγοντας κοτόπουλο.

Δεν σου είπα πως όταν αγόρασα αυτοκίνητο έτρεμα να το οδηγήσω μόνη μου. Πως τα βράδια που αναγκαζόμουν να γυρίζω οδηγώντας από τη δουλειά θυμόμουν εσένα να μου λες ”πρώτη, δευτέρα, απαλά ο συμπλέκτης”. Αυτόματα χαμήλωνα το ραδιόφωνο για να σε ακούω καλύτερα. Δεν θα σου πω ποτέ πως κάθε φορά δίνω λεφτά σε κάποιον που περιμένει με ανοιχτό το χέρι σκέφτομαι να μου λες ”Να σκύβεις για να τα δίνεις. Να φτάνεις στο ύψος του. Να μην πετάς τα ψιλά σου”. Θα έπρεπε ακόμα να σου πω πως υπογράφω με το πατρώνυμό μου και θα σου έδειχνα το τατουάζ μου με την ημερομηνία που σε αφορά. Και πως θυμάμαι κάθε μέρα μια μια τις συμβουλές σου.

Δεν στα είπα ποτέ όλα αυτά. Ευτυχώς όμως σου είπα άπειρες φορές σ’ αγαπώ, όπως μου είπες και εσύ. Κι αν ήσουν τώρα εδώ θα σε έβαζα να κάτσεις στον καναπέ μου και θα σου έφτιαχνα έναν διπλό ελληνικό. Θα σου τα έλεγα όλα και άλλα τόσα. Και για άλλη μια φορά θα σε σκουντούσα και θα σου έλεγα: ”Ρε μπαμπά σ’ αγαπάω, πόσο πολύ τυχερή ήμουν που υπήρξα κόρη σου.”