Ράπερ, στιχουργός, Έλληνας. Low bap, rap, hip hop, στίχοι που σε ανατριχιάζουν περήφανα. Γεννήθηκε Απρίλη του ‘79 στον Πειραιά και στην πιο δημιουργική ηλικία του, έφυγε από την ζωή. 18 Σεπτεμβρίου του 2013, σαν σήμερα. Αιτία θανάτου; Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.

Η μάνα του ομολογουμένως ξέρει για εκείνον καλύτερα από τον καθένα. Η μάνα του έγινε η ‘μάνα’ όλων όσων είχαν το θάρρος και το σθένος να πάνε κόντρα στα μέλη της Χρυσής Αυγής, η οποία μετά από πολυετή προσπάθεια, χαρακτηρίστηκε ομόφωνα από το δικαστήριο ως εγκληματική οργάνωση.

Η μάνα στήριγμα, που δεν «κοιμήθηκε» ποτέ ξανά μετά την απώλεια του γιου της, αποτελεί μέχρι και σήμερα την πιο ανατριχιαστική φιγούρα για όσους χάθηκαν άδικα. Πιο επίκαιρη από ποτέ, σε μια χώρα που πίνει κοκτέιλ απόγνωσης καθημερινά σε όλα τα επίπεδα, μας υπενθυμίζει τι θα πει να μην ξεχνάς όσους χάθηκαν άδικα, όσους παραμένουν αθάνατοι, και κυρίως όσους αγαπάς γιατί σου έμαθαν την έννοια της αγάπης.

Δέκα χρόνια μετά

Μια δεκαετία που μόνο λίγα δεν περάσαμε και συνεχίζουμε να περνάμε κάθε επόμενο λεπτό που περνάει μπροστά από τα μάτια μας.

Αρνούμαι ως προσωπικότητα και ως άνθρωπος να δεχτώ ότι έχουμε συνηθίσει στη κατάντια αυτού του κράτους. Αρνούμαι να πιστέψω ότι κάποια στιγμή θα ξεχάσουμε όσα έλαβαν χώρα κάπου, κάποτε στη χώρα μας. Αρνούμαι να συνηθίσω. Ποιος συνηθίζει την κατάντια; Λίγοι και για λίγο, γιατί όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει τραγουδήσει ο Παύλος: «Δεν αντέχω εδώ κάτω και κοντεύει να με πνίξει των ανθρώπων η μιζέρια τόσο όσο κι η θλίψη».

Πρωί Δευτέρας λοιπόν και μάλιστα όχι μιας απλής Δευτέρας. Είναι η μέρα που λιγοστοί άνθρωποι της χώρας μας (άκρως σπουδαίοι όμως) μας υπενθυμίζουν πως «απαγορεύεται» να ξεχάσουμε την ανθρωπιά μας. Κι ας κοιμάται η κατανόηση. Κι ας δυσκολευόμαστε να προφέρουμε την λέξη ενσυναίσθηση. Πότε θα αντιδράσουμε μαζικά; Πότε θα φύγει αυτό το «μούδιασμα» ενός ολοκλήρου έθνους; Μάλλον μόνο όταν γίνουμε οι επόμενοι, και εύχομαι μόνο να μην γίνει αυτό για να μπορέσουμε να πάρουμε το μάθημα μας.

Σε αλλά νέα και σίγουρα στα πιο επίκαιρα από ποτέ, η Χρυσή Αυγή ενημερωνόμαστε πως πλέον βρίσκεται εκτός πολιτικού τόξου και η θυσία του Παύλου Φύσσα είναι η καρδιά που μάλλον έπρεπε να πληγωθεί, γιατί μόνο έτσι αλλάζει ο άνθρωπος. Μόνο έτσι και ο κόσμος όλος. Μέσα από τον πόνο. Μέσα από την απώλεια και τα χιλιάδες ερωτηματικά. Τι όχι;

Το καμπανάκι της «ανάπτυξης»

Η απώλεια του Παύλου Φύσσα είναι το δικό μας καμπανάκι, και πιο επίκαιρο από ποτέ, παρέα με τα δάκρυα της μητέρας του, είναι ο λόγος που δεν θα πρέπει ποτέ να εφησυχασόμαστε μπροστά σε μερικά «τέρατα» που επιθυμούν διακαώς να γίνονται εμπόδια στη ζωή μας.

Σήμερα άκουσα Γιάννη Αγγέλακα και το ομώνυμο τραγούδι, «Σιγά μη κλάψω». Σήμερα ανατρίχιασα για ακόμη μια φορά με αυτούς τους στίχους και ελπίζω και εσύ. Σήμερα χαίρομαι που μερικοί τραγουδάνε κυριολεκτικά ενάντια στον φόβο.

Σήμερα και κάθε επόμενη μέρα, να θυμηθούμε να μην ξεχάσουμε να ευχαριστήσουμε τον εναλλακτικό Παύλο για τη δική του φωνή. Για την δικαιοσύνη που αναζητάμε. Για την ελευθερία που ονειρευόμαστε.

Για όσα εκείνος δυστυχώς ίσως δεν πρόλαβε λοιπόν, δεν παρέλειψε όμως ποτέ να γράψει. Η πένα του ευτυχώς συνεχίζει το έργο της μέχρι και σήμερα, γιατί ότι γράφει δεν ξεγραφεί και εμείς στην κορυφή που όλους μας περιμένει, μπορούμε ελεύθερα να μη δακρύσουμε και κυρίως να μη φοβηθούμε.

Γιατί θέλει κότσια για να κρατήσεις τα όνειρα σου ζωντανά, και αυτό μάλλον αν ζούσε σήμερα ο Παύλος Φύσσας θα συνέχιζε να είναι το πιο ζηλευτό Μότο του. Και αν αναρωτιέσαι το γιατί, ας πούμε απλά πως η ελευθερία του λόγου κοστίζει ακριβά!

«Έγινε ο κόσμος μια μεγάλη φυλακή

Κι εγώ ψάχνω έναν τρόπο τα δεσμά να σπάσω

Έχω ένα μέρος που με περιμένει εκεί

Σε μια πολύ ψηλή κορφή πρέπει να φτάσω

Γι’ αυτό απλώνω ξανά πολύ ψηλά τα δυο μου χέρια

Για να κλέψω λίγο φως από τα λαμπερά αστέρια

Δεν αντέχω εδώ κάτω και κοντεύει να με πνίξει

Των ανθρώπων η μιζέρια τόσο όσο κι η θλίψη

Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δε μου ταιριάξαν

Πήρα τ’άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν

Ήταν δύσβατο σκληρό και με παγίδες πολλές

Αγάπες σκάρτες και φίλοι φαρμακερές οχιές».

«Είχε τέρατα με παράξενες στολές

Που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μεσ’ στις σκιές

Μην κοντοσταθείς αν πρόκειται ν’ ακολουθήσεις

Τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις

Εγώ το πήγα και το έφτασα στο τέρμα

Κι όπως γράφουν στα βιβλία οι παλιοί σοφοί

Όταν θα φτάσει ο ήλιος στο τελευταίο γέρμα

Θα βάλουνε φωτιά από ψηλά οι αετοί

Για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές θέλω να ξέρουν ότι

Σιγά μην κλάψω

Και για αυτές τισ αγάπες τις παλιές θέλω να ξέρουν ότι

Σιγά μην κλάψω

Κι όσοι μ’ απείλησαν με πύρινα δεσμά θέλω να ξέρουν ότι

Σιγά μη φοβηθώ

Να’ρθούνε να με βρουν στην κορυφή ψηλά τους περιμένω και

Σιγά μη φοβηθώ

Μου είπαν να μην κάνω όνειρα τρελά

Να μην τολμήσω να κοιτάξω τα αστέρια

Μα εγώ ποτέ μου δεν τους πήρα σοβαρά

Πήρα τον κόσμο ολόκληρο στα δυο μου χέρια

Θέλουνε τώρα να μου φτιάξουν μια φωλιά

Που εκεί πάνω της το φόβο την ασχήμια

Κι ένα κλάμα γοερό και μια αλυσίδα βαριά

Κουβαλάει την κατάρα των θεών και τη βλασφήμια

Δε θα δακρύσω μια και δε θα φοβηθώ

Δε θα αφήσω να μου κλέψουν τα όνειρα μου

Ελεύθερα ψηλά πολύ ψηλά πετώ

Κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα κι αδέσμευτα φτερά μου

Και περιμένω κι άλλα αδέρφια για να ‘ρθουν

Σ’ αυτήν την κορυφή που όλους περιμένει

Αρκεί να μη δακρύσουν και να μη φοβηθούν

Σ’ αυτήν την έξυπνη απάτη την καλοστημένη».