Είναι απόγευμα, ημέρα μου διαφεύγει, πάντως πρόσφατα. Παραλία Γλυφάδας και ενώ υπάρχει φασαρία, εκείνη κάθεται στην άμμο και κοιτάει τον ήλιο.

Είναι το χαλαρό αεράκι των ημερών που με κάνει να αναρωτιέμαι αν πρέπει να γυρίσω σπίτι να φορέσω κάτι πιο ζεστό. Γενάρης μήνας, κι όμως η ζέστη καραδοκεί στη γωνία. Η κλιματική αλλαγή είναι εμφανής, θα δεις να αναφέρουν. Πρώτη κουβέντα στις παρέες, στις δουλειές μας, στο ραδιόφωνο. Και εκείνη η αγαπημένη μου κομμώτρια (που έχει βαρεθεί να με βλέπει) πιο γραφική και από τους πολιτικούς. «Θυμάσαι τόσο ήλιο Γενάρη μήνα βρε Κέλλυ;». Λες και με πήραν τα χρόνια, αν και όντως δεν θυμάμαι.

Ευτυχώς ζούμε στη Μεσόγειο. Και λέω ευτυχώς γιατί αν δεν είχα τον ήλιο, πιθανόν να ζούσα σε μια χώρα με συντροφιά το φεγγάρι και μόνο. Δεν ξέρω, υπάρχει; Άν ναι, φεύγω, αύριο κιόλας. Η μετριότητα της θερμοκρασίας και γενικότερα του καιρού για κάποιο δραματικό λόγο ποτέ δεν μου ταίριαξε.

Σε άλλα νέα, δείτε εδώ έναν ήλιο ρε παιδιά. Τον βλέπεις και αναρωτιέσαι αν πειράζει να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου μια άλλη ώρα. Πάντως όχι τώρα. Όχι την ώρα που μας φωτίζει το πιο υπέροχο φως. Γίνομαι γραφική; Ίσως ναι, για κάποιους σίγουρα. Πάντως η ‘’άγνωστη’’ με έκανε να σκεφτώ. Η αλήθεια είναι πως αν δεν πλησίαζα την θάλασσα για τον ίδιο σκοπό με εκείνη, κι αν δεν είχα μπει στο mood «πάω μια βόλτα να χαλαρώσω», μάλλον δεν θα σου έγραφα τώρα.

Η ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι δεν έχω ιδέα τι σκεφτόταν εκείνη η όμορφη μελαχρινή γυναίκα. Τελικά θυμήθηκα. Ήταν Τετάρτη. Μια Τετάρτη στη μέση του χειμώνα και ο ήλιος μου το είπε ξεκάθαρα: «Ποια είσαι, ποιος σε έφερε και τι δουλειά έχεις κοντά μου;»

Δυο λεπτά να σου εξηγήσω

Να σου εξηγήσω γιατί δεν χάνομαι στη λάμψη σου όπως συνηθίζω να κάνω. Βρίσκομαι εδώ φορώντας απλά μια ζακέτα και νοσταλγώ τα μαγιό μου. Βρίσκομαι εδώ και σκέφτομαι πόσο γελοίο είναι να κάνω τέτοιες σκέψεις όταν οι υποχρεώσεις μου μοιάζουν περισσότερες και από τα μαγιό μου.

Σε κοιτάω ξανά με τα γυαλιά της μυωπίας καθώς σκέφτομαι πόσο λάθος έκανα που δεν πήρα μαζί μου το ροζ μου καπέλο. Θα ταίριαζε τέλεια με το total μαύρο μου ντύσιμο και αυτή είναι μια από αυτές τις ωραίες και μυστήριες σκέψεις που κάνει ο νους μας για να μας διασκεδάσει.

Περπατάω λίγο πιο κάτω και έχω παρατηρήσει αρκετή ώρα τώρα την άγνωστη μελαχρινή που κοιτάει τον ήλιο. Πιο οργανωμένη από εμένα, έχει αράξει σε μια πετσέτα. Οριακά τελειομανής στα μάτια μου, χωρίς τηλέφωνο στο χέρι, έχει πάρει μια πόζα που θα μπορούσε να μπει ξεκάθαρα σε κάποιο εξώφυλλο ενός περιοδικού. Ήδη έχω στο νου μου κάποιο και συνεχίζω να παρατηρώ. Αδιαφορώ αν με έχει δει, αφού τριγύρω άγνωστοι και γνώριμοι παίζουν και συζητούν στον δικό τους ρυθμό.

Σκυλιά στην άμμο και μερικά πουλιά στον ουρανό, διαδραματίζουν το τέλειο τοπίο. Τι Γενάρης και αυτός. Ο μήνας που γεννήθηκα και τελικά δεν έβγαλα εκείνη τη φωτογραφία. Τόσο πολύ αφαιρέθηκα και πιο πολύ σε εκείνη τη μελαχρινή.

Μιλώ για αυτήν σαν να μου άρεσε και συνειδητοποιώ πως όντως μου άρεσε. Μου άρεσε αυτό που δεν μπορούσα να νιώσω εγώ εκείνη την ημέρα. Η αύρα της και εκείνη η πετσέτα της. Άραγε ποια είναι; Τι μουσική ακούει; Να πονάει ή να βιώνει μια ακόμα στιγμή ευτυχίας; Ο ήλιος να την θαυμάζει όσο εγώ ή να θέλει να την «κάψει;»

Η ουσία είναι ότι βρίσκεται εδώ. 100 μέτρα σχεδόν μακριά, να κοιτάει τον ήλιο και εγώ απλώς να παρατηρώ. Θα μου πεις προς τι η σύγκριση με εκείνη. Θα μου πεις τι σε νοιάζει το ποια είναι; Θα σου πω πως με αυτή εδώ την άγνωστη που δείχνει τόσο ζεν, δεν έχω παρά να συγκριθώ όσο δεν πάει. Να ταυτιστώ κι αν το χρειάζομαι, τότε να προβληματιστώ μέχρι να καταλάβω ποιος ο ρόλος της μέσα στο τοπίο μου.

Έτσι και έγινε. Γιατί χωρίς την σύγκριση συνήθως φεύγει και η επιβράβευση, μαζί και ο έλεγχος. Κι αυτό είναι ένα σενάριο του οποίου η θέαση συνήθως διαδραματίζεται στο σινεμά. Ένας κόσμος χωρίς «Κοίτα εκείνον, έκανε αυτό», «Κοίτα την τάδε, έκανε εκείνο». Καταλαβαίνεις σε ποιον κόσμο αναφέρομαι. Αναγνωρίζεις σίγουρα την κοινωνία σου και δεν ξέρω αν σε έναν τέτοιο κόσμο χωράει στις καρδιές των ανθρώπων περισσότερη ευτυχία. Δεν ξέρω αν η τόση ελευθερία στη σκέψη θα έφερνε χάος για κάποιους και ίσως πλήξη σε μερικούς άλλους. Πραγματικά δεν ξέρω και ίσως ποτέ να μην μάθω.

Ο κόσμος μας πάντως δεν είναι αγγελικά πλασμένος

Φαίνεται λες και είμαστε φτιαγμένοι για απόλυτα «ναι» και απόλυτα «όχι». Φαίνεται σαν να ψάχνουμε μονίμως βεβαιότητες μέσα στην απόλυτη αβεβαιότητα του ίδιου του σύμπαντος. Γι’ αυτό θα ακούς συχνά απόψεις που είτε θα σου αρέσουν είτε θα σε βγάζουν εκτός εαυτού. Καμιά φορά μπορεί να τα ακούς και όλα μαζί ταυτόχρονα, κυρίως μέσα σου.

Να είναι καλά που λες, αυτή η μελαχρινή και κυρίως το ότι μου είναι άγνωστη. Να είναι καλά γιατί όλες αυτές οι απόψεις μου σε συνδυασμό με την παρουσία της, είναι πάνω από όλα η διάθεση μου. Ένα ηλιόλουστο απόγευμα μιας Τετάρτης που τελικά ευτυχώς δεν πήρα μαζί μου καπέλο.

Πηγαίνοντας προς το σπίτι, σκέφτηκα να μην ξεχάσω να αναφερθώ σε αυτή την εικόνα, κι ας μην έβγαλα τελικά μια φωτογραφία. Σκέφτηκα πως κάθε μέρα, όλη μέρα λέμε στον εαυτό μας μια ιστορία. Μια ιστορία που ίσως μας μοιάζει ή τουλάχιστον μια ιστορία που θα θέλαμε να αγγίξουμε. Είναι τέτοια η ανάγκη να το μοιραστώ αυτό μαζί σου που όταν κάνω αυτή τη συνειδητοποίηση, μπορώ να τη συγκρίνω μόνο με το πως αισθάνομαι όταν χαζεύω τον ήλιο ή όταν ακούω Κ. Βήτα – ‘’Το κύμα’’.

Η άγνωστη που κοίταγε τον ήλιο έφυγε πολύ πιο μετά από εμένα. Δεν έμαθε ποτέ ότι υπήρξε η αφορμή για να γραφτούν αυτές οι λέξεις. Έπρεπε να της το πω. Έπρεπε να συστηθώ, αλλά δεν ήξερα.

Τώρα ξέρω. Ξέρω πως αυτή η γυναίκα με την ιδιαίτερη πετσέτα μου έμοιαζε ή της έμοιαζα παραπάνω από όσο νόμιζα.