Πριν από πέντε περίπου μήνες, ο Κοσμάς, ξεκίνησε ένα φωτογραφικό project που αφορούσε σε πορτραίτα ανθρώπων από τους χώρους της εστίασης και των μπαρ.

Σε κάποια από τα ημερήσια τηλεφωνήματά μας, μου περιέγραφε το πόσο περίεργο ήταν που φωτογράφιζε αυτούς τους ανθρώπους στα άδεια μαγαζιά τους. Του είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση αυτό που αντίκρυζε. Από τη μια πλευρά, φωτογραφικά είχε μεγάλο ενδιαφέρον από την άλλη όλο αυτό το θέαμα εξέπεμπε μια θλίψη, μια αβεβαιότητα και μια ανασφάλεια.

Πάνω σε μια συζήτησή μας δια ζώσης εκείνη την ημέρα, πετούσαμε ιδέες ο ένας στον άλλον για το πώς θα μπορούσαμε να αποτυπώσουμε αυτήν την κατάσταση και με άλλους τρόπους έτσι ώστε να επικοινωνήσουμε με κάποιο τρόπο, τη νέα πραγματικότητα, τόσο αυτών των ανθρώπων όσο και του κοινωνικού φαινομένου της πρωτοφανούς άδειας Αθήνας, των άδειων χώρων, που κάποτε έσφιζαν από ζωή εκεί σε αυτά τα «στέκια» που κάποτε δίναμε και παίρναμε ζωή.

Με τα πολλά και με τα λίγα, καταλήξαμε, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτό που επρόκειτο να κάνουμε, απαιτούσε οργάνωση, μεθοδικότητα, υποδομή και πλάνο.

Αυτό που αποφασίσαμε ήταν να κάνουμε μαζί ένα ντοκιμαντέρ για την εστίαση και τους πρωταγωνιστές της – τους ιδιοκτήτες της.

Θα ήταν η πρώτη μας απόπειρα μαζί, στην παραγωγή αυτού του έργου και οποιουδήποτε έργου τέτοιου τύπου.

Ο Κοσμάς είναι παράφορα ερωτευμένος με την κάμερά του. Εγώ είμαι παράφορα ερωτευμένη με τους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν ενώσαμε τους έρωτές μας και ξεκινήσαμε κάτι από αγάπη, ενδιαφέρον και πηγαία περιέργεια για αυτό που συμβαίνει γύρω μας, αυτήν την αποξένωση, αυτήν τη νέα πραγματικότητα όπως είναι της μόδας να λέγεται σήμερα.

Και κάπως έτσι αυτό που είχαμε στη φαντασία μας, άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά. Σε αυτήν τη δημιουργία σαρκός και οστών συνέβαλαν πολύτιμα όλοι οι άνθρωποι που μας μίλησαν και μας άνοιξαν τις καρδιές τους στα άδεια μαγαζιά τους.

Τη Μ. Πέμπτη, 29 Απριλίου, 2021, το ντοκιμαντέρ μας με τίτλο «Λάθος Εστίαση» ανέβηκε στο κανάλι μου στο YouTube του οποίου το link θα βρείτε στο τέλος αυτού του κειμένου, αλλά προτού πατήσετε το link σας παραθέτω παρακάτω το σπικάζ που έγραψα για να «ντύσουμε» αυτό μας το έργο.

Το σπικάζ

«Η παγκόσμια πανδημία του άγνωστου, άχρωμου, απροσδιόριστου τρομακτικού και θανατηφόρου Covid-19 που ήρθε στον κόσμο τον Δεκέμβριο του 2019, εξαπλώθηκε εν ριπή οφθαλμού φτάνοντας και στη χώρα μας τον Μάρτιο του 2020.

Οι ζωές μας άλλαξαν, η πραγματικότητα όπως τη ξέραμε και τη γνωρίζαμε μέχρι πρότινος διαφοροποιήθηκε, η κανονικότητά μας αμφισβητήθηκε και έγινε αναπάντεχα μη αναστρέψιμη προς μια άγνωστη σε μας κατεύθυνση.

Η πανδημία έπληξε, όλους τους επαγγελματικούς κλάδους. Κάποιους μάλιστα, ανεπανόρθωτα. Η πανδημία έκλεισε μάλιστα πολλούς από αυτούς για να μην μεταδοθεί ή εξαπλωθεί περαιτέρω ο ιός. Η εστίαση, κρίθηκε πως ήταν έναν από αυτούς τους κλάδους στη χώρα μας.

Έτσι λοιπόν αποφάσισα να εστιάσω στην εστίαση η οποία μπήκε στον μεγεθυντικό φακό της Ελλάδας και θέλησα να μιλήσω με τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε αυτήν και να δω πως βιώνουν την κατάσταση. Αυτούς τους ανθρώπους δεν τους ρώτησε κανείς για το πώς περνούν και πως βιοπορίζονται. Αυτούς τους ανθρώπους που χάρη σε αυτούς, εμείς είχαμε κάποτε ζωή.

Εστίασα λοιπόν με τη σειρά μου σε κάποιες ερωτήσεις που θεώρησα βασικές και σε απορίες κλειδιά που με θα βοηθούσαν να σχηματίσω εγώ η ίδια, μια εικόνα γι’ αυτήν την κατάσταση.

Οι ερωτήσεις μου απαντήθηκαν και αυτό που πλέον με κατέκλυζε ήταν το συναίσθημα που μου δημιουργήθηκε από αυτά που αποκόμισα από τις συζητήσεις μου με αυτούς τους ανθρώπους που μου ανοίχτηκαν και μοιράστηκαν μαζί μου τους προβληματισμούς τους, τις σκέψεις τους και τους φόβους τους για το αύριο.

Οι απαντήσεις γεννούν κι άλλες ερωτήσεις. Πώς θα είναι τα πράγματα στις 3 Μάϊου του 2021 που ανοίγει με περιορισμούς πάλι ο κλάδος της εστίασης και των μπαρ; Πώς θα κοινωνικοποιούμαστε; Πώς θα ερωτευόμαστε; Πώς θα πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον; Πώς θα έχουν αναδιαμορφωθεί τα όσα θα συζητάμε; Ποιοι θα είμαστε τότε;

Είναι απορίας άξιο το πώς αλλάξαμε, το πώς αλλάζουμε και το πώς θα αλλάξουμε τώρα που φαίνεται ένα μικρό φως σε αυτό το ετήσιο σκοτάδι στο οποίο όλοι βυθιστήκαμε.

Σε μια πόλη που μας κρατούσε ξύπνιους με τα γέλια της, τα κλάματά της, τις συζητήσεις της, τους έρωτές της, τις ιστορίες της, εμείς αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε.

Τώρα που σιγά σιγά μας λένε να ξυπνήσουμε, αναρωτιέμαι, τί όνειρο θα έχει δει ο καθένας και τελικά αν το όνειρο δεν ήταν όνειρο αλλά εφιάλτης, πώς θα συνέλθει ο καθένας μας από αυτό.

Εγώ είδα μέσα από τα μάτια των ανθρώπων αυτών τα όνειρα και τους εφιάλτες τους. Εσείς άραγε τι θα δείτε;»