«Φάτε. Φάτε για να χορτάσετε. Φάτε ακόμα κι αν δεν “πεινάτε”. Αναρωτιέμαι όμως τι αξία θα έχει και η ίδια σας η πείνα στο τέλος».

Ξέρεις, η πείνα είναι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα, εκείνο που δεν σου δίνει εννέα στις δέκα φορές την επιλογή να δεις το πιάτο με μάτια καθαρά. Όπου πιάτο συμπλήρωσε με ανθρώπους και όπου πείνα, συμπλήρωσε με αχαριστία.

Μην το παίρνεις προσωπικά. Το ότι γράφω σε β’ ενικό δεν σημαίνει πως απευθύνομαι σε εσένα. Αν ταυτίζεσαι ωστόσο ή αν νιώθεις πως απευθύνομαι στο πρόσωπό σου, τότε μην ντρέπεσαι, μη νιώθεις άβολα, ούτε και να λυπάσαι.

Άλλαξε απλά νοοτροπία αφού δεν πρόκειται να σε πάει ποτέ ένα βήμα παρακάτω η ατέρμονη αχαριστία.

Ώρα 10:00 μ.μ. Ώρα χαλάρωσης και ηρεμίας και στην τηλεόραση παίζει ταινία που εντελώς τυχαία μου τράβηξε την προσοχή. Κατά τα άλλα, είδα δεν είδα μισή ώρα συνολικά, αφού τα δέκα λεπτά της μισής αυτής ώρας με οδήγησαν στο να σκέφτομαι τον εξής σημαντικό διάλογο της ταινίας: «Μαμά γιατί οι άνθρωποι είναι κακοί;», «Γιατί είναι πληγωμένοι αγόρι μου και γιατί ποτέ δεν γνώρισαν την αγάπη». Ύστερα έχασα τη συνέχεια. Ύστερα σκέφτηκα πως ο μικρός αυτός πρωταγωνιστής μου μοιάζει πολύ, μαζί και οι απορίες του. Όσο για την μαμά, δεν θα μπορούσε παρά να είναι σημαντική. Τροφή για σκέψη το λιγότερο η απάντηση της και η θεωρία μου ακολουθεί μέσα στις επόμενες γραμμές.

Ώρα δύσκολη. Είναι στα αλήθεια μια ώρα δύσκολη εκείνη η ώρα που εμείς οι «λίγοι» ή οι «πολλοί» επιλέγουμε να αναθεωρήσουμε και να παραπονεθούμε στον εαυτό μας. Ξέρεις, εκείνη η ώρα λίγο πριν κλείσεις τα μάτια για να κοιμηθείς. Εκείνη η ώρα που θα ευχόσουν να κράταγε λιγότερο αφού το μυαλό σου δεν λέει με τίποτα να σταματήσει να σκέφτεται. Να σκέφτεται εκείνους που ενώ τους αγάπησες σου έδωσαν αχαριστία, πόνο, δάκρυα και αρκετή κακία. Άραγε υπάρχουν κακοί άνθρωποι; ‘Aραγε ανήκουν τελικά μόνο στα παραμύθια;

Τι πάει λάθος με τους ανθρώπους;

Δεν ξέρω, κι αν ψάχνεις για απαντήσεις να ξέρεις πως δεν θα τις βρεις εδώ. Στο κείμενο αυτό θα βρεις κυρίως απορίες. Απορίες για τους απάνθρωπους- ανθρώπους. Απορίες για αυτούς που έπαιξαν το παιχνίδι τους και τελικά κέρδισαν απλά παίζοντας. Και ενώ σου άρεσε και εσένα πολύ να παίζεις, δεν το κατάλαβες ποτέ πως η καρδιά σου γι’ αυτούς αποτελούσε το πιο σπουδαίο έπαθλο. Απλά και μόνο για να παίξουν όμως, μέχρι να βαρεθούν, μέχρι να βρουν νέα παιχνίδια. Αναζητώντας άλλα ονόματα και άλλους κανόνες, φτιαγμένους πάντα από εκείνους.

Είμαι στον κόσμο μου γιατί δεν μου αρέσει ο δικός σας

Αρνούμαι να δεχτώ ότι ο κόσμος δεν αλλάζει. Αρνούμαι να δεχτώ και ότι ο κόσμος θα παραμείνει για πάντα κολλημένος στις παγιωμένες – κομπλεξικές- ανήθικες και πληγωμένες πεποιθήσεις του. Αρνούμαι γιατί και εγώ έκανα λάθη. Αρνούμαι γιατί ακόμα κάνω, γιατί για πάντα θα κάνω. Αρνούμαι γιατί η ‘πείνα’ μου δεν είναι πλέον ανεξέλεγκτη. Αρνούμαι γιατί όταν ‘πεινάω’ δεν δυσκολεύομαι να μοιραστώ το φαγητό μου. Δεν δυσκολεύομαι και να ‘πεινάσω’, αρκεί να μένουν ‘χορτάτοι’ και οι άλλοι. Και αυτό δεν μπορεί, όσο υποτιμητικό κι αν μοιάζει κάποιες φορές για τον εαυτό μας, άλλο τόσο σημαντικά έχει τη δύναμη να μας γεμίζει.

Η αγάπη δεν είναι δύσκολη. Εμείς την κάνουμε να μοιάζει

Αν η αγάπη είχε πρόσωπο, τότε στα δικά μου μάτια θα ήταν το πιο γερασμένο. Ένα πρόσωπο καθαρό, αθώο και κάπως μελαγχολικό. Ένα πρόσωπο που στους γύρω θα χαμογελούσε και όταν θα έμενε μόνη της σίγουρα τα περισσότερα βράδια θα έκλαιγε. Ύστερα, λίγο πριν γεράσει θα εκτιμούσε τους ανθρώπους που γνώρισε και λίγο πριν πεθάνει θα μετάνιωνε για όσους δεν μπήκε στον κόπο να γνωρίσει καλύτερα. Είτε από φόβο, είτε από άγνοια.

Λυπάμαι που δεν σε εκτιμάμε ομολογώ. Λυπάμαι που η ‘πείνα΄ μας είναι τόσο ανεξέλεγκτη όσο και η αχαριστία μας. Λυπάμαι που πλέον έχω φτάσει στα όρια του να φοβάμαι. Όχι για εμένα, μα για το μέλλον που μοιάζει ορισμένες φορές αβέβαιο. Θα προσπαθήσω όμως. Για μένα, για εσένα, για όλους και κομμάτια να γίνουν οι πληγές, μαζί και όλη η απανθρωπιά του κόσμου αυτού που καθόλου δεν θυμίζει αγάπη και καθόλου δεν ταιριάζει στη φύση μας.

Όσο αναπνέεις, άλλο τόσο και να ελπίζεις

Εγώ πιστεύω σε εμάς παιδιά, γιατί όπως ο μικρός πρωταγωνιστής της ταινίας, έτσι και εμείς έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. Κι αν ποτέ πάψουμε, τότε θα φταίει που εμείς αφήσαμε την αγάπη στο περιθώριο. Κι αν την αφήσουμε θα είναι και αυτό ολοκληρωτικά δικό μας λάθος. Όχι όμως, η ίδια η αγάπη δεν φταίει. Ποτέ δεν έφταιξε.

Άραγε ζώντας σε ένα γαλατικό χωριό που λέγεται Ελλάδα και που ακούει στο όνομα κοινωνία, υπάρχει θέση στο ‘μενού’ μας για λίγη παραπάνω ανθρωπιά; Ομολογώ πως τη δική μου ψυχοσύνθεση ούτε και σήμερα η ανθρωπότητα κατάφερε να τη γεμίσει απόλυτα.

Εσύ όμως αλήθεια θα ήθελα να μάθω, πότε χορταίνεις περισσότερο; Όταν αδειάζει η αγάπη ή όταν γεμίζει;