Υπάρχει μια εξαιρετική ταινία, το “Bad luck banging or looney porn” του σκηνοθέτη Radu Jude. Στο δεύτερο σκέλος της υπάρχει μια σκηνή που αναφέρει αυτολεξεί την παρακάτω φράση “H πιο δημοφιλής αναζήτηση στο Internet είναι η π*πα, μετά είναι η ενσυναίσθηση”.

Η λέξη ενσυναίσθηση ή αλλιώς empathy φαίνεται να έχει όντως αυξήσει τις κουβέντες γύρω από το όνομα της τελευταία. Τη διαβάζουμε σε πάρα πολλά wellness άρθρα, την ακούμε σε ένα σεμινάριο αυτοβελτίωσης ή σαν επιχείρημα σε έναν καβγά, τη βάζουμε ως βασικό social skill στα βιογραφικά μας.

Ξέρουμε όμως πραγματικά τι είναι ή πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αντιλαμβανόμαστε πραγματικά την αξία της;

Δεν θα αναφερθώ καν στο αν την εφαρμόζουμε γιατί η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη, ειδικά στα θέματα που απαιτούν έντονη ψυχική ενασχόληση, είναι μία αρκετά δύσκολη πίστα.

Υπάρχει ένα σκοτεινό μονοπάτι που αν το ακολουθήσεις δεν υπάρχει επιστροφή. Από τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι πραγματικά και βιωματικά την έννοια της ενσυναίσθησης, αλλά και κυρίως την έλλειψη της εκπαίδευσης μας σε αυτή τότε άρχισα να τη βλέπω παντού και να εναποθέτω εκεί το μεγαλύτερο κομμάτι ευθύνης της δυσλειτουργικότητας πολλών πραγμάτων, αλλά κυρίως των ανθρώπινων σχέσεων.

Ενσυναίσθηση είναι αυτό που λένε οι φίλοι μας οι Βρετανοί, πάρα πολύ στοχευμένα “put someone in someone else’s shoes” ή πολύ πιο απλά η ικανότητα να μπορείς να μπεις στη θέση του άλλου. Πόσο εύκολο είναι όμως αυτό, ειδικά αν φοράτε “διαφορετικό νούμερο παπούτσι”;

Άκουσα μια ιστορία πρόσφατα, από την καθηγήτρια μου στο μεταπτυχιακό. Μας έλεγε πόσο πολύ λάτρευε να παίζει field hockey, μέχρις ότου έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα που της στέρησε αυτή της την απόλαυση. Με παράπονο μας είπε ότι πολλοί φίλοι και γνωστοί προσπάθησαν να της δείξουν τη “φωτεινή” πλευρά, λέγοντάς της πως θα μπορούσε να έχει πάθει κάτι πολύ χειρότερο ή πως δεν πειράζει, γιατί μπορεί να κάνει τόσα άλλα αθλήματα.

Ξέρεις ποιο είναι όμως το κλειδί σε αυτή την ιστορία; Ότι εκείνη δεν ήθελε να κάνει κανένα άλλο χόμπι, ήθελε να παίξει χόκεϊ, γιατί αυτό τη γέμιζε και ήθελε απλώς κάποιος να καταλάβει πόσο λυπημένη είναι που δε μπορεί να το κάνει.

Πολλές φορές οι άνθρωποι, είτε από αμηχανία, είτε από απροσεξία είτε πραγματικά από έλλειψη σωστής εκπαίδευσης πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, στην προσπάθειά μας να κάνουμε κάποιον να νιώσει καλύτερα, τον κάνουμε να νιώσει χειρότερα, υιοθετώντας το γνωστό attitude του “toxic positivity”.

Γιατί, όλοι μας στο τέλος της ημέρας (και στην αρχή της και στη μέση της) θέλουμε να νιώσουμε πως ακουγόμαστε, πως μας καταλαβαίνουν, χωρίς να προσπαθούν να μειώσουν το πρόβλημα μας και να στρογγυλέψουν το συναίσθημά μας, ειδικά όταν αυτό παίρνει μια κατεύθυνση τύψεων, ώστε στο τέλος αντί να νιώσουμε καλύτερα, μένουμε με το αίσθημα του “μήπως είμαι υπερβολικός;”.

Έχει τεράστια δύναμη να κοιτάξουμε τον άλλον στα μάτια και να τον κάνουμε να νιώσει πως το συναίσθημα που μοιράζεται, θετικό ή αρνητικό, είναι υπαρκτό και δεν θα το καταπιεί η βεβιασμένη λύση που βιαζόμαστε να του προσφέρουμε. Και σε ένα δεύτερο χρόνο μπορούμε να προσφέρουμε τη βοήθεια μας. Υπό μια βασική προϋπόθεση, πάντα έχοντας ως γνώμονα τον άλλον και τις ανάγκες του, ρωτώντας τι θα τον βοηθούσε και όχι τι πιστεύουμε εμείς πως θα τον βοηθούσε.

Αντιλαμβάνομαι πως όπως καθετί στη ζωή, έτσι και η ενσυναίσθηση μαθαίνεται. Λέγεται μάλιστα ότι αναπτύσσεται όλο και περισσότερο όσο μεγαλώνουμε και βρίσκεται στο απόγειο της μετά την ηλικία των 65 ετών. Παρόλα αυτά οι εποχές αλλάζουν. Στη Δανία η ενσυναίσθηση διδάσκεται πλέον στα σχολεία ως μάθημα. Ας είναι αυτό ένα παράδειγμα προς μίμηση κι ένα λιθαράκι στο παζλ που συντίθεται από όλους μας για έναν καλύτερο κόσμο.

Τα έχει πει και η Nalyssa Green εξάλλου, «Μα θα ‘ταν λίγο πιο ωραία η ζωή, αν είχαμε όλοι ενσυναίσθηση”.