Η γέννηση του οίκου Dior είναι το επίκεντρο της νέας δραματικής σειράς εποχής στο Apple TV+ “The New Look”, το οποίο εστιάζει στο πώς ο Christian Dior και οι σύγχρονοί του, ξεπέρασαν τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αναβίωσαν τη γαλλική υψηλή ραπτική.

Μέσα σε λίγα χρόνια από την ίδρυση του οίκου του, το 1947, ο Dior είχε γίνει ο πρωταγωνιστής της γαλλικής βιομηχανίας μόδας. Τα σχέδιά του δημιούργησαν μια αυτοκρατορία, που αποτέλεσε το πρότυπο για τη σύγχρονη επιχείρηση μόδας, γεμάτη με καινοτομίες και συλλογές προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένες αγορές.

Παρόλο που η πορεία του διακόπηκε με τον θάνατό του το 1957, ο Dior χάραξε μια μεγάλη πορεία στην ιστορία της μόδας, χάρη στα αξέχαστα σχέδια που δόξασαν τη γυναικεία ομορφιά σε όλο τον κόσμο. Για εκείνον, η μόδα ήταν συναίσθημα. “Δεν μπορεί να αιτιολογηθεί”, είπε κάποτε.

Ποιος ήταν ο Christian Dior;

Γεννήθηκε το 1905 στο Granville της Γαλλίας, από τον πατέρα του βιομήχανο Maurice και τη μητέρα του Madeleine Martine. Ο Christian, ήταν ένα παιδί που αγαπούσε την κηπουρική και τα φανταχτερά πάρτι και σχεδίαζε κοστούμια για τοπικές εκδηλώσεις και καρναβάλια. Ωστόσο, πολλοί λένε πως ήταν κυκλοθυμικός, σιωπηλός κι επιρρεπής στη μοναξιά.

Η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι για τις ανώτερες σπουδές του στη διπλωματία, όμως τα ενδιαφέροντα του, ήταν καλλιτεχνικά, κυρίως η αρχιτεκτονική, η μουσική, το σχέδιο και η ζωγραφική. Το 1928, άνοιξε μία γκαλερί με έναν φίλο του έμπορο παλαιών αντικειμένων, συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, όπως ο Salvador Dalí, ο Alberto Giacometti, ο Pablo Picasso και ο Man Ray.

Αφού η οικογένειά του έχασε την περιουσία της κατά τη Μεγάλη Ύφεση, ο Dior έμαθε σχέδιο μόδας και άρχισε να πουλάει σχέδια σε περιοδικά και μόδιστρους όπως οι Jean Patou, Nina Ricci, Maggy Rouff και Balenciaga. Το 1938 προσλήφθηκε από τον Robert Piguet ως σχεδιαστής, παίζοντας ρόλο στη ρομαντική μόδα που κυριάρχησε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. To 1941 εντάχθηκε στον Lucien Lelong, έναν κορυφαίο τότε γαλλικό οίκο μόδας, όπου συνεργάστηκε με τον Pierre Balmain.

Τότε ήρθε μια τυχαία συνάντηση με έναν παιδικό φίλο και διευθυντή του οίκου Philippe & Gaston, ενός οίκου ενδυματοποιίας που ανήκε στον Marcel Boussac, τον Γάλλο μεγιστάνα της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος έψαχνε για έναν σχεδιαστή που θα έδινε νέα πνοή στην επιχείρηση. Ο Dior, πρότεινε τον εαυτό του ως πιθανό υποψήφιο για τη δημιουργία του δικού του οίκου, βασισμένου στις αρχές της πολυτέλειας και της χειροτεχνίας. Ήταν μια πρόταση που κέντρισε το ενδιαφέρον του Boussac.

Το ίδιο βράδυ, ενώ περπατούσε στην Rue du Faubourg Saint-Honoré, ο Dior σκόνταψε σε ένα μεταλλικό αστέρι με μια τρύπα στη μέση. Το εξέλαβε ως σημάδι. Την επόμενη μέρα μπήκε στο γραφείο του Boussac και οι δυο τους ξεκίνησαν τη δουλειά. Ο Boussac έδωσε 500.000 δολάρια για το ξεκίνημα και ο Dior εγκαταστάθηκε στη λεωφόρο Montaigne 28, η οποία είχε αδειάσει από ένα κατάστημα καπέλων.

Το “New Look” του Dior

Επιδιώκοντας να απαλλάξει τις γυναίκες από τη λιτότητα του πολέμου και τα άμορφα ρούχα, ο Dior επινόησε τρόπους για να ενισχύσει τη γυναικεία ομορφιά. Η πρότασή του έγινε δεκτή με ενθουσιώδες χειροκρότημα και αγκαλιάστηκε αμέσως από τόσο διαφορετικές γυναίκες. Η συλλογή περιλάμβανε “εξωφρενικά” καπέλα με γείσα, φορέματα με στρογγυλεμένους ώμους, και φαρδιές, πλούσιες φούστες με στενή, εφαρμοστή μέση που τραβούσαν την προσοχή στη γυναικεία σιλουέτα. Το New Look του Christian Dior σηματοδότησε μια νέα μεταπολεμική εποχή αισιοδοξίας, ευχαρίστησης και μιας αίσθησης χλιδάτης ζωής που επέστρεφε στην κανονικότητα.

Η Carmel Snow, συντάκτρια του Harper’s Bazaar, βάφτισε την πρώτη συλλογή του Dior “New Look” και προκάλεσε την επιστροφή της μόδας, στο Παρίσι. Δεν έλειψε φυσικά και η κατακραυγή στους δρόμους της πόλης, αφού πολλοί που ακόμα πάλευαν μετά τον πόλεμο, θεωρούσαν υπερβολική τη χρήση πολύτιμων υφασμάτων.

Η επιχείρηση επεκτάθηκε γρήγορα σε γειτονικά κτίρια, και ο Dior ήταν ο μόνος Γάλλος μόδιστρος που διατηρούσε σημαντικές άδειες σε χώρες του εξωτερικού. Είχε επιχειρήσεις στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, την Αγγλία και ακόμη και τη Συρία. Εκτός από την υψηλή ραπτική και τα ρούχα του, δημιουργούσε επίσης γάντια, κοσμήματα και ανδρικές γραβάτες.

Παρά την ευγενική και ντροπαλή φύση του, ο Dior ήταν ένας φυσικός προβοκάτορας, του οποίου οι δραστικές αλλαγές στη σιλουέτα προκαλούσαν συχνά αντιπαραθέσεις, οργή και πολυάριθμα πρωτοσέλιδα, φουντώνοντας τη φήμη του. “Τα κουτσομπολιά, ακόμη και οι κακόβουλες φήμες, αξίζουν περισσότερο από την πιο ακριβή διαφημιστική καμπάνια στον κόσμο”, έλεγε.

Τα σχέδιά του αντιγράφηκαν ευρέως, μέχρι και σε φορέματα μαζικής παραγωγής, και αποτέλεσαν οδηγό για εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο. Το 1948, ο οίκος επεκτάθηκε σε ένα κατάστημα στην Fifth Avenue της Νέας Υόρκης. Το 1951, το προσωπικό του έφτασε τα 900 άτομα, ενώ το 1955 ο Yves Saint Laurent έγινε βοηθός του Dior στο σχεδιασμό.

Το αναπάντεχο τέλος του

Μέχρι το 1957, η παγκόσμια φήμη του ήταν τέτοια, που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Time. Ο σχεδιαστής συνήθως αναζητούσε ξεκούραση και χαλάρωση μετά από κάθε συλλογή και τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, πήγε σε μια αγαπημένη ιταλική πόλη-σπα, το Montecatini, σύμφωνα με πληροφορίες, για να χάσει βάρος. Ένα βράδυ μετά το δείπνο υπέστη καρδιακή ανεπάρκεια.

“Ο θάνατος του Dior έκλεισε μια λαμπρή καριέρα, που έδωσε στη γαλλική υψηλή ραπτική και στις παγκόσμιες βιομηχανίες ενδυμάτων μια ώθηση που ποτέ ξανά δεν είχε γνωρίσει κανείς στο παρελθόν”, δήλωσε ο Balmain σε φόρο τιμής.

Με την εναρκτήρια σειρά Trapèze το 1958, ο Saint Laurent έσπρωξε τον οίκο σε μια νέα κατεύθυνση. Με την πάροδο των ετών, οι διάδοχοι του μόδιστρου ήταν μεταξύ άλλων οι Marc Bohan, Gianfranco Ferré, John Galliano, Raf Simons και Maria Grazia Chiuri, η οποία το 2016 έγινε η πρώτη γυναίκα δημιουργική διευθύντρια στην ιστορία του οίκου.