Από τη συναρπαστική βιογραφία της Λένας Διβάνη για τη ζωή της Διδώς Σωτηρίου, τα γεμάτη περιπλάνηση ταξιδιωτικά ημερολόγια του Καμύ και μέχρι το ρεαλιστικό και άκρως συγκινητικό μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη, μην εκπλαγείς αν δεν δεις και δεν ακούσεις νέα από τους φίλους σου μέχρι το φθινόπωρο.

Φρόντισε μόνο να αφήνεις το βιβλίο σου για φαγητό, βουτιά στη θάλασσα, ανανέωση αντιηλιακού και μερικά τηλέφωνα ότι είσαι καλά.

Ο Τζίμης στην Κυψέλη

Ο Χ.Α. Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα –σχεδόν– ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας τρομάζει.

Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται –στο κατώφλι των εξήντα του– ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου: να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη και που –επί σαράντα σχεδόν χρόνια– ανέβαζε παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις της συμφοράς να γίνει ο ομφαλός της θεατρικής Αθήνας.

Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών… Όλους όσοι υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος.

Η παράσταση που προετοιμάζει, «Ο περονόσπορος», έχει όλες τις προδιαγραφές για να θριαμβεύσει. Ο Τζίμης διατελεί σε υπερδιέγερση. Λαχταρά όχι το επιχειρηματικό κέρδος, μα την υπαρξιακή δικαίωση. Ο Τζίμης Παπιδάκης, με το κιμπαριλίκι του, με τα ακριβά κοστούμια και με τις αρχοντικές χειρονομίες του, είναι ένας τύπος της πιάτσας. Συνάμα δε ένας ελαφροΐσκιωτος, όπως όλοι μας. Μέσα του ζει ο παιδικός εαυτός και οι πεθαμένοι του. Με εκείνους συνδιαλέγεται, σε εκείνους δίνει λογαριασμό. Κι ας επιμένει ότι απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα.

Μια ανάσα πριν από τον θρίαμβό του, εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με έναν απελπισμένο, αδίστακτο άνθρωπο, ο Τζίμης Παπιδάκης θα καταστραφεί. Θα τον συντρίψει η νέα πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των fake news, των δολοφονιών χαρακτήρων. Εν πλήρει συγχύσει αθώος, ανίκανος να υπερασπισθεί τον εαυτό του, θα δοθεί βορά σε ένα αφιονισμένο πλήθος που ηδονίζεται να κατασπαράζει. Που κοχλάζει μεταξύ οίκτου και οργής.

Ο Τζίμης Παπιδάκης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν. Στο πρόσωπό του οι επερχόμενες γενιές παίρνουν αιματηρή εκδίκηση από τις προηγούμενες. Κανείς δικός του δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τζίμη. Ούτε η δεκαεννιάχρονη κόρη του, που ανήκει στο μέλλον. Ούτε καν η Κυψέλη, η οποία αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από πατρίδα του μεταμορφώνεται σε έναν άξενο για εκείνον τόπο.

Ο Τζίμης στην Κυψέλη είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή. Βρες το βιβλίο εδώ

Ημερολόγια ταξιδιού

Δευτέρα. Κοιµήθηκα πολύ αργά την προηγουµένη. Σηκώθηκα πολύ νωρίς. Ανεβαίνουµε το λιµάνι της Νέας Υόρκης. Καταπληκτικό θέαµα παρά την καταχνιά ή και εξαιτίας της. Εδώ βρίσκονται η τάξη, η εξουσία, η οικονοµική ισχύς. Η καρδιά τρέµει µπροστά σε τόση θαυµαστή απανθρωπιά.

Αποβιβάζοµαι τελικά στις 11 το πρωί µετά από πολλαπλές διατυπώσεις που έχουν να κάνουν µόνο µ’ εµένα, µια και είµαι ο µοναδικός ανάµεσα σε όλους τους επιβάτες που τον αντιµετωπίζουν σαν ύποπτο. Ο αξιωµατικός της Υπηρεσίας Μετανάστευσης ζητά τελικά συγγνώµη που µε καθυστέρησε τόσο πολύ. Ήµουν υποχρεωµένος, αλλά δεν µπορώ να σας εξηγήσω τον λόγο. Αργά τη νύχτα, πάνω στο κοιµισµένο πλοίο, κοιτάζω το σκοτάδι. Η περίεργη σελήνη του νότιου ηµισφαιρίου, πεπλατυσµένη στην κορυφή της, φωτίζει τα νερά προς τη µεριά του Νότου. Φανταζόµαστε αυτά τα χιλιάδες χιλιόµετρα, αυτές τις µοναξιές όπου τα βαθιά και λαµπερά νερά έχουν την όψη µιας ελαιώδους γης. Αυτό τουλάχιστον θα ήταν η γαλήνη.

Ο Αλµπέρ Καµύ ταξίδεψε στις ΗΠΑ από τον Μάρτιο µέχρι τον Μάιο του 1946 και ύστερα στη Νότια Αµερική από τον Ιούνιο µέχρι τον Αύγουστο του 1949. Το ύφος στα δυο ηµερολόγια διαφέρει αισθητά. Στη Βόρεια Αµερική πηγαίνει ως δηµοσιογράφος που ανακαλύπτει, µε βλέµµα άλλοτε γεµάτο θαυµασµό και άλλοτε επικριτικό, την υπερβολή του Νέου Κόσµου. Ωστόσο, δεν ξεχνά τις τότε προτεραιότητές του και, κυρίως, την Πανούκλα. Στη Νότια Αµερική ταξιδεύει σαν επίσηµος καλεσµένος, σαν µια διασηµότητα, ενώ προοδευτικά υποψιάζεται έναν νέο παροξυσµό φυµατίωσης. Η διαδροµή του είναι παράλληλη µε τη διαδροµή της αρρώστιας του, που την ανακαλύπτει εκ νέου… Βρες το βιβλίο εδώ

Ονειρεύτηκα τη Διδώ-Λένα Διβάνη

«Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή πήγαινα ασορτί με την Ελλάδα. Δράμα αυτή; Δράμα κι εγώ. Αδύνατον να ξεσπάσει καταιγίδα στη χώρα και να μη βρεθώ στο κέντρο της εγώ». Διδώ Σωτηρίου

Μέσα στον ζόφο των αλλεπάλληλων κρίσεων ένιωσα ξαφνικά την έντονη ανάγκη να ανασάνω λίγο φρέσκο αέρα, να αισιοδοξήσω. Αποφάσισα λοιπόν ότι είχε έρθει η ώρα να ξαναζωντανέψω το ίνδαλμά μου, τη Διδώ Σωτηρίου. Είναι άδικο να τη λησμονούν σιγά σιγά οι παλιότεροι και να την αγνοούν τελείως οι νεότεροι.

Δεν υπήρχε άλλη σαν κι αυτή τη γυναίκα-πολεμίστρια του καλού που διέσχισε ολόκληρο τον 20ό αιώνα, βρέθηκε στο επίκεντρο κάθε ελληνικής τραγωδίας (από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τη χούντα) και κατάφερε να δρασκελίσει όλα τα ερείπια φορώντας το αιώνιο χαμόγελό της, κόκκινο μπερέ, κολιέ και άρωμα. Άρχισα αμέσως την έρευνα (με αφορμή την οποία εν τέλει εμπνεύστηκα το βιβλίο Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας) και ευτυχώς, γιατί χάθηκαν εν τω μεταξύ η Άλκη Ζέη κι ο Νίκος Μπελογιάννης, οι μοναδικοί επιζώντες που την ήξεραν από την καλή και την ανάποδη.

Ελπίζω ότι έγραψα μια εντελώς υβριδική βιογραφία με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ονειρεύτηκα τη Διδώ. Γιατί πράγματι την ονειρεύτηκα ολοζώντανη, ακαταπόνητη και γελαστή, όπως ήταν πάντα, να μου διηγείται με το νι και με το σίγμα τη ζωή της που ήταν αγρίως απίθανη! Λ. Δ. Βρες το βιβλίο εδώ