exo2

Η ζωή μού έχει μάθει αρκετά πράγματα. Όπως για παράδειγμα ότι το κόκκινο κρασί σερβίρεται σε θερμοκρασία δωματίου, ότι αν σου κολλήσει το κοτόπουλο στο μπάρμπεκιου περίμενε και θα ξεκολλήσει μόνο του, ότι αν δεν έχεις ασετόν ξαναβάψε τα νύχια σου και σκούπισε τα γρήγορα γρήγορα για να φύγει και το καινούργιο αλλά και το παλιό μανό και ότι κάθε φορά που λες «θα βγω για ένα χαλαρό ποτό», το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις χαράματα στο σπίτι σου. Ή σε κάποιο άλλο σπίτι.

Ήταν ένα τέτοιο Σάββατο που βγήκα για «ένα χαλαρό ποτό». Τα νεύρα μου τσίτα, η κούραση απύθμενη, η διάθεση στο πάτωμα, το μόνο που ήλπιζα και ήθελα να είναι χαλαρό εκείνο το βράδυ, ήταν το ποτάκι. Πήρα την παρέα μου και κατεβήκαμε στο κέντρο. Ήπιαμε αυτό το «ένα χαλαρό ποτάκι», ήπιαμε και το δεύτερο «χαλαρό ποτάκι» και αναλύσαμε τη βδομάδα που πέρασε, το πού θα θέλαμε να πάμε διακοπές, το ποιος κεράτωσε ποια, το αν μας συμφέρει να μείνουμε στο ευρώ, τι φοράει η απέναντι, αν είναι ωραίος ο απέναντι, και βρήκαμε απαντήσεις για όλα, μόνο για το «τα σμυρνέικα τραγούδια ποιος σου τα ‘μαθε» δεν βρήκαμε απάντηση που λέει ο λόγος.

Η παρέα μου κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει, αλλά εγώ δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Κάτι με κράταγε έξω. Κάτι με έκανε να μην θέλω να γυρίσω σπίτι. Ευτυχώς στο κέντρο όσο μικρό ή μεγάλο κι αν είναι, θα βρεις πάντα κάποιους ανθρώπους που να θέλουν το ίδιο πράγμα με εσένα, κι ευτυχώς ακόμα κι αν δεν είναι εκείνη την ώρα στο κέντρο, θα στείλεις ένα μήνυμα και θα βρεις πάντα ανθρώπους που να θέλουν το ίδιο πράγμα με εσένα. Και αυτό έγινε εκείνο το βράδυ. Βρήκα ανθρώπους που ήθελαν το ίδιο πράγμα με εμένα, ανθρώπους που για τους δικούς τους λόγους δεν τους κράταγε το σπίτι τους, ή η παρέα που είχαν μέχρι πριν λίγο, και συνεχίσαμε να μένουμε έξω Σάββατο βράδυ για «ένα χαλαρό ποτάκι».

Πότε μιλάγαμε, πότε δεν μιλάγαμε. Πότε γελάγαμε, πότε δεν γελάγαμε. Πότε συζητούσαμε σοβαρά, πότε λέγοντας χαζομάρες. Πόσο του λείπει η πρώην του του ενός, πόσο μου σπάει τα νεύρα ο άλλος που δεν έχει στείλει ένα μήνυμα εμένα, πόσο έχει πιεστεί στη δουλειά ο άλλος, πόσο μαλώνει όλη την ώρα με τον πατέρα του ο άλλος, πόσο έχει κουραστεί να είναι μόνη της τόσα χρόνια η άλλη. Όλοι μαζί και μόνοι μας, πίναμε ένα ακόμα χαλαρό ποτάκι με την ελπίδα να χαλαρώσουμε, να ξεχαστούμε, να αφήσουμε για λίγο πίσω όλα αυτά που μας κρατάνε. Όλοι μαζί και μόνοι μας.

Η ώρα, η καλύτερα οι ώρες, πέρναγαν. Σε λίγο θα ξημέρωνε, κι εμείς κρατιόμασταν ακόμα. Άυπνοι, ξενυχτισμένοι, με καμία διάθεση να γυρίσουμε σπίτι. Θα μέναμε έξω. Όσο κι αν κράταγε κι αν μας κράταγε αυτό. Πηγαίναμε από μαγαζί σε μαγαζί, απο περιοχή σε περιοχή, κρατημένοι ίσως ο ένας από τον άλλο όπως συχνά συμβαίνει και με ανθρώπους που μοιράζεσαι κάποιες ώρες και κάποιες νύχτες που δεν θες να κρατηθείς από αυτά που σε κρατάνε.

Κάποια στιγμή κι ενώ είχε ήδη ξημερώσει κι εμείς πηγαίναμε σε ένα άφτερ, περάσαμε μπροστά από μια πλατεία. Εκεί, στην μέση της πλατείας γινόταν φασαρία, τσαμπουκάς, δυο άντρες, μεθυσμένοι έπαιζαν ξύλο και προφανώς και βριζόντουσαν αλλά τα έλεγαν τόσο γρήγορα και τόσο μεθυσμένα που δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν. Δυο-τρεις προσπαθούσαν να τους χωρίσουν, πότε κρατώντας τους, πότε μπαίνοντας στην μέση και τρώγοντας και καμία αδέσποτη, και κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο άντρες που μάλωναν πήρε ένα μπουκάλι και το έσπασε στο κεφάλι του άλλου. Οι υπόλοιποι τράβηξαν το «θύμα» προς τα πίσω και τον κάθισαν σε ένα παγκάκι, ενώ ο θύτης φώναζε «ΕΜΕΝΑ ΚΡΑΤΑΣ; ΕΜΕΝΑ ΚΡΑΤΑΣ;». -παιδιά πού μιλάει; Δεν τον κρατάει κανένας αυτόν. Όλοι πήγαν στον άλλο που του κοπάνησε το κεφάλι. «ΕΜΕΝΑ ΚΡΑΤΑΣ ΡΕ; ΕΜΕΝΑ ΚΡΑΤΑΣ;», συνέχιζε να ρωτάει μέσα στο μεθύσι του τον αόρατο άνθρωπο ο άλλος. «ΕΜΕΝΑ ΚΡΑΤΑΣ;», ούρλιαζε θυμωμένος στον κανέναν που δεν τον κράταγε. Και δεν ξέρω αν ήταν η ανάγκη του να τον κρατήσει κάποιος που τον έκανε να αναρωτιέται. Και δεν ξέρω αν ήταν το μεθύσι του που τον έκανε να νομίζει πως κάποιος άλλος εκτός από τον εαυτό του τον κρατούσε. Και δεν ξέρω αν τελικά ήμασταν εμείς οι τραγελαφικοί που για ένα βράδυ, ξενυχτήσαμε ίσως και χωρίς νόημα, ίσως και χωρίς απάντηση στα δικά μας «εμένα κρατάς;» που δεν ξεστομίσαμε ούτε σε εκείνους που μας κράτησαν έξω εκείνο το βράδυ, αλλά ούτε και στους εαυτούς μας που μας κράτησε έξω, πίσω, μακριά.

Δεν ξέρω ποιος ήταν πιο τραγελαφικός τελικά. Εκείνος ο μεθυσμένος που φανταζόταν ή ήλπιζε πως κάποιος τον κρατάει και τον εμποδίζει, ή εμείς οι λίγο ζαλισμένοι αλλά νηφάλιοι που δεν φανταστήκαμε πως μπορεί να μας κρατάει και να μας εμποδίζει ο εαυτός μας.