Με την επίσημη ανακοίνωση, πως το Closer, το ερωτικό δράμα του 2004, θα πάρει μορφή αυτή τη θεατρική σεζόν στην Αθήνα, οι πρώτες παραστάσεις έγιναν αμέσως sold out. Αν πω πως δεν το περίμενα, θα είναι ψέμα, καθώς εκτός από τη σύγχρονη πλοκή, η παράσταση είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τους ηθοποιούς. Ηθοποιοί που έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό.

Κι ενώ υπήρχε σιγουριά για την επιτυχία της παράστασης, οι κριτικές δεν ήταν τόσο ικανοποιητικές. Μεταξύ μας, πότε δε θα είναι. Δε γίνεται όλοι να είμαστε σύμφωνοι στο τι μας αρέσει, και στο τι δε μας αρέσει. Αυτό δεν είναι και το ωραίο; Να βγαίνεις από μια παράσταση και να ακούς διαφορετικές απόψεις. Παρόλα αυτά, νομίζω πως όλοι (ίσως) θα συμφωνήσουμε στα παρακάτω.

Closer στην πραγματικότητα

“Η Άννα, ο Λάρι, ο Νταν και η Άλις δείχνουν ανοιχτοί να έρθουν κοντά, πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον ασφυκτικά, αχόρταγα, χωρίς καμία αναστολή. Μοιραία, μέσω του πλησιάσματος της σάρκας, θα ενσαρκωθεί και το αιώνιο παράδοξο του έρωτα: όσο πιο κοντά θα πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, τόσο πιο έντονα θα βιώνουν τις παγίδες, τα ρίσκα, τα συναισθηματικά κενά, τα αδιέξοδα, τις ματαιώσεις και το βαθύ ανικανοποίητο του μαζί.

Πώς γίνεται η ανίκητη επιθυμία για δέσμευση να αποκαλύπτει πως οι άνθρωποι ακόμη και μόνοι παραμένουν δεσμευμένοι με τις ματαιώσεις και τα εσωτερικά τους κενά; Γιατί οι εραστές, ανά τις δεκαετίες, ενώ θέλουν να βουτήξουν βαθιά ο ένας στον άλλον, δεν μπορούν παρά να πλησιαστούν επιφανειακά, μόλις με την άκρη των δαχτύλων τους, οδηγώντας μας σήμερα σε ένα ανελέητο swipe – left, right, left, right, left;” αναφέρεται στην περιγραφή της παράστασης, κι αναρωτιέμαι, μήπως αυτό δεν είναι μόνο η περιγραφή του έργου; Προσπάθησα να δω την Άννα, τον Λάρι, τον Νταν και την Άλις, αλλά έβλεπα εμένα, τους φίλους μου, τους πρώην, τους νυν, τους επόμενους, την κοινωνία μας. Αυτό είμαστε, αυτό που βλέπαμε, κι ενώ λυπάμαι, σκέφτομαι: Αντέχουμε να βλέπουμε τη ζωή μας πάνω στην σκηνή;

Closer στα θετικά 

Το παραπάνω συμπέρασμα, μπορεί να μπει μόνο στα θετικά της παράστασης, καθώς η τέχνη πρέπει να σε προβληματίζει, να σε ταρακουνάει, να σε κάνει να κατανοείς τον ευατό σου, και τον διπλανό σου. Πέρα όμως από την πλοκή τι άλλο με έκανε να χειροκροτήσω;

  • Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Αγιοπετρίτη–Μπογδάνου, που φέρνει όλη την ταινία (για όσους την έχουν δει πρώτα) πάνω στην σκηνή, χωρίς να μπερδευτείς, χωρίς να κουραστείς.
  • Τα ρούχα που νιώθεις ότι η κάθε χρωματική παλέτα τους ταιριάζει απόλυτα στον κάθε ηθοποιό.
  • Η ευρηματικότατη σκηνή του chatting ανάμεσα στον Μιχάλη Λεβεντογιάννη και στον Σπύρο Σταμούλη.
  • Η τελευταία σκηνή της Ναταλίας Σουίφτ

Closer στα αρνητικά 

Προσπαθώ να βάλω όσα αρνητικά βρήκα σε μια σειρά, και να τα απαριθμήσω. Ό,τι κι αν σκέφτηκα, ένα μόνο μπορούσε να τα ισοπεδώσει όλα:

  • Εμείς. Εμείς, το κοινό, που δεν σεβόμαστε πάντα (ή έστω στις παραστάσεις που βρέθηκα εγώ) τους καλλιτέχνες. Που γελάμε όταν ακούμε μια ακατάλληλη λέξη, λες και δεν τις χρησιμοποιούμε, που μιλάμε, σχολιάζουμε, κατά τη διάρκεια της παράστασης χάνοντας το νόημα, χάνοντας την εκτίμηση που πρέπει να έχουμε στους ηθοποιούς που βρίσκονται επί σκηνής.

Τα υπόλοιπα αρνητικά μπροστά σ’ αυτό τα ξεχνάω.

Closer στους ηθοποιούς

Προσωπικά, η έκπληξη της παράστασης πιστεύω πως ήταν η Ναταλία Σουίφτ. Όσο μπορώ να κρίνω σαν δημοσιογράφος κι όχι σαν ειδικός στην υποκριτική, η ηθοποιός που είχε και τον πιο ενδιαφέρον ρόλο, έδινε το 100% της κάθε στιγμή. Ο Μιχαλης Λεβεντογιάννης, ήταν όπως τον περίμενα, φυσικός κι άνετος, καθώς πιστεύω ότι το σύγχρονο είναι το στοιχείο του. Η Βίκυ Παπαδοπούλου, δραματική, μέσα στο γενικό mood του κειμένου. Και τέλος, ο πάντα διαβασμένος Σπύρος Σταμούλης, ένιωθα πως με κάθε του κίνηση ήταν  απόλυτα μέσα στο ρόλο.

 To Closer παίζεται μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Χώρα