Σε μια εποχή που σκεφτόμαστε και μιλάμε πολύ, επεξεργαζόμαστε πλήθος πληροφοριών και συζητάμε την άποψη μας ελεύθερα, εγώ πρέπει να μείνω άφωνη για επτά ολόκληρες μέρες. Προφανώς ο ωτορινολαρυγγολόγος δεν έχει περάσει χρόνο με τον εγκέφαλο μου και καθημερινότητα μου.  “Χρειάζεστε επτά με δέκα μέρες αφωνία μάλλον”, είπε ο γιατρός.

Για να ξέρεις όταν σου δώσει ο γιατρός αυτή την οδηγία, σημαίνει να μην ψιθυρίζεις, να πίνεις πολύ νερό, να μην φταρνίζεσαι με ήχο, να μην γελάς με ήχο. Γενικά να είσαι αθόρυβος. Δεν μπορείς να απαντήσεις στα τηλέφωνα, δεν μπορείς να ζητήσεις κάτι από κάποιον που είναι στην κουζίνα ενώ εσύ στο σαλόνι, δεν μπορείς να πας στο περίπτερο χωρίς χαρτί και στυλό.

Τις δύο πρώτες μέρες μου φάνηκε απλό. Ήμουν αισιόδοξη ότι όλα θα περάσουν γρήγορα και πως ”τι είναι επτά μέρες αφωνία; θα βρω την ησυχία μου”. Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχω πει στον εαυτό μου.

Την τρίτη νύχτα αφωνίας ξύπνησα με πονοκέφαλο και σηκώθηκα να πάρω ένα παυσίπονο. Η μαμά μου είχε μετακομίσει αυτές τις μέρες για να είναι μαζί μου και απλά άκουσε τα συρτάρια να ανοίγουν, ξεχασμένη ότι δεν μπορώ να μιλήσω μέσα στον ύπνο της φώναξε δύο φορές το όνομα μου αλλά απάντηση δεν πήρε. Όταν συναντηθήκαμε απότομα στον διάδρομο που οδηγεί στα υπνοδωμάτια, ακούστηκε μόνο η δική της κραυγή και το ποτήρι που μου έπεσε από τα χέρια.

Την τέταρτη μέρα και ενώ πίστευα πως όλα είναι πολύ καλύτερα με τη φωνή μου και πως το μαρτύριο τελειώνει όπου να ναι, η φίλη μου η Έλενα πρότεινε να πάμε στη θάλασσα για το ρεπό της. Η Έλενα έχει 8 βαθμούς μυωπία. Η Έλενα μπήκε στη θάλασσα χωρίς τους φακούς της και βγήκε από τη θάλασσα φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια της πάνω κάτω για να καταλάβω ότι δεν με έβλεπε, δεν μπορούσε να με εντοπίσει και εγώ ήμουν ανήμπορη να της φωνάξω. Σε εκείνη την παραλία δεν έχουμε ξαναπάει από τότε.

Πέντε μέρες αφωνίας μετά, είχα αρχίσει να τα βρίσκω με τον εαυτό μου. Ήταν το μεσημέρι αυτής της πέμπτης μέρας που η μαμά μου αποφάσισε ότι πλέον δεν τη χρειάζομαι και έφυγε. Έμεινα τρεις ώρες ξαπλωμένη στο πάτωμα να προσπαθώ να με εκπαιδεύσω πως να βάζω σε τάξη στις σκέψεις μου. Και φυσικά απέτυχα.

Την έκτη μέρα άρχισα να πιστεύω ότι δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ. Προσπαθούσα να θυμηθώ τον ήχο της φωνής μου μέσα στο κεφάλι μου. Γκούγκλαρα για τυχόν περιπτώσεις που δεν ξαναβρήκαν τη φωνή τους, ανακάλυψα ένα ”ιατρικό” portal με σπάνιες ασθένειες και ανακάλυψα ότι λίγο πολύ έπασχα από όλες, ακόμα και προστάτη. Ήθελα απελπισμένα να μιλήσω ξανά.

Η σιωπή είναι χρυσός για αυτό πάψε λίγο να μιλάς

Συνειδητοποίησα ότι αυτές τις μέρες έδωσα χρόνο στους άλλους για να ακούσω τι έχουν να πουν, χωρίς να σκέφτομαι πως θα απαντήσω ή να μοιραστώ τη δική μου ιστορία. Τόσο χαλαρωτικό. Δεν δουλεύει ο εγκέφαλός σου με χίλιες στροφές αλλά τα αυτιά σου. Και κάπως έτσι γίνεσαι λίγο καλύτερος φίλος. Θυμήθηκα επίσης κάτι που είχα ξεχάσει: Πρέπει να μιλάς λιγότερο και να ακούς περισσότερο. Όλα αυτά τα αισιόδοξα μέχρι την έκτη μέρα που τόλμησα να πάω για έναν καφέ μόνη μου. Είχα εξοικειωθεί με την κίνηση που δείχνει τον λαιμό και ότι ”παιδιά εγώ ξεκουράζω τις φωνητικές μου χορδές όπως έκανε η Βίσση, θα σας τα πω όλα με παντομίμα”. Χάζεψα λίγο στο κινητό μου, ξεφύλλισα ένα περιοδικό, ήπια τον καφέ και άνοιξα το λάπτοπ να δουλέψω λίγο. Ένας έντονος πόνος στον κρόταφο μου έκαψε τα μάτια. Ο γνωστός διαξιφιστικός πόνος της ημικρανίας. Αυθόρμητα και ανήμπορη να ανοίξω εντελώς τα μάτια μου γύρισα στο διπλανό τραπέζι και άκουσα τον εαυτό μου να βγάζει ένα ήχο που θύμισε: Μήπως έχετε ένα παυσίπονο; Δέκα λεπτά μετά την επίδραση της παρακεταμόλης ψύχραιμα κατάλαβα πως η δεύτερη, πρώτη μου λέξη σ αυτή τη ζωή είναι το παυσίπονο.  Κάπως έπρεπε να μάθω και εγώ την αξία της σιωπής.