Ξεσκόνισα.

Μετά από πολύ καιρό, δεν θυμάμαι πόσους μήνες έπιασα το ξεσκονόπανο.

Σκόνη.

Αρκετή.

Δυο δάχτυλα;

Τρία;

Πώς μετριέται η σκόνη;

Μετριέται;

Μετριέται η κάλυψη;

Μετριέται αυτό που καλύπτει;

Πότε μαζεύτηκε τόση σκόνη;

Πότε πρόλαβε να τα καλύψει όλα αυτά και να τα κάνει να χάσουν το χρώμα τους και να τα ξεθωριάσει; Να τα κάνουν να μοιάζουν κάτι άλλο από αυτό που είναι; Να αλλοιώσει την επιφάνεια τους αφήνοντας τα άθικτα από κάτω; Πόσο καιρό είχα να ξεσκονίσω; Γιατί δεν ξεσκόνισα τόσο καιρό; Δεν ήθελα; Δεν προλάβαινα; Έχω αλλεργία στην σκόνη, πώς την άφησα να μαζευτεί τόση; Πώς άφησα την σκόνη να καλύψει όσα μου άρεσαν να φαίνονται; Πέταξα το ξεσκονόπανο στο πάτωμα και με την παλάμη μου απάλλαξα τις επιφάνειες από την σκόνη.

Μαύρισε η παλάμη μου, καθάρισαν οι επιφάνειες.

Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει και όπως τα θυμόμουνα.

Καθαρά, στην θέση τους, στην ζωή μου.

Έπλυνα την παλάμη μου.

Ήταν όπως την θυμόμουνα.

Καθαρή, στην θέση μου, στην ζωή μου.

Φτερνίστηκα.

Με το τελευταίο αυτό φτέρνισμα διαλύθηκαν και τα τεκευταία υπολείμματα σκόνης που είχαν μείνει.

Δεν θα κάνω τόσο καιρό πια να ξαναξεσκονίσω.