“‘Όριο”, Ουσιαστικό, ουδέτερο. *σύνορο. *το ως πού μπορεί να φτάσει κάτι *σημείο από το οποίο αρχίζει ή στο οποίο τελειώνει κάτι. * φραγμός.

Όρια, Μέσα μας, έξω μας, γύρω μας. Δικά μας. Των άλλων. Όρια, Προσωπικά. Όρια, που βάζουμε ή δεν βάζουμε. Όρια, Που μας βάζουν ή δεν μας βάζουν. Όρια, σαφή και ασαφή. Όρια, δικά μας. Που ξέρουμε εκ των προτέρων ποια είναι ή ανακαλύπτουμε ξαφνικά όταν κάποιος τα παραβιάζει.

Όρια. Που δείχνουν στα πόσα “δεν πειράζει”, γίνεται τελικά “πειράζει”. Όρια. Που δείχνουν πότε το “δεν γ@μιέται”, γίνεται τελικά “Α γ@μήσου”.

Όρια. Που δείχνουν το προσωπικό σύνορο που είναι απαραβίαστο. Που δείχνουν μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άλλος, μέχρι τι μπορεί να κάνει ο άλλος, μεχρί τι μπορεί να πει ο άλλος. Που δείχνουν πού αρχίζουμε εμείς και πού τελειώνει ο άλλος. Που δείχνουν τον φραγμό. Το “ως εδώ είσαι, γιατί από δω και πέρα είμαι εγώ”.

Δεν είναι εύκολα τα όρια. Γιατί δεν φαίνονται. Οι άνθρωποι δεν είμαστε εκτάσεις γης να κυκλοφορούμε με συρματοπλέγματα γύρω μας και με ταμπέλες “απαγορεύεται η είσοδος”. Δεν ξέρει ο άλλος αν μπορεί να πατήσει και μέχρι πού μπορεί να προχωρήσει. Μέσα μας, πάνω μας. Για αυτό και πολλές φορές προχωράνε τόσο πολύ που τελικά μας πατάνε. Οι άνθρωποι δεν είμαστε σκηνές εγκλήματος να κυκλοφορούμε με ταινίες της αστυνομίας που περιφράσσουν τον χώρο και απαγορεύουν την είσοδο για να μην μπει κανείς και αλλοιώσει τον τόπο του εγκλήματος. Για αυτό και πολλές φορές κάποιος εισέρχεται στον δικό μας τόπο και μας αλλοιώνει. Οι άνθρωποι δεν είμαστε “κουτσό”, με ζωγραφισμένα τετράγωνα για να ξέρουν οι άλλοι πού τους επιτρέπεται να βάλουν το πόδι τους για να συνεχίζουμε να παίζουμε. Δεν είμαστε “κουτσό” με ζωγραφισμένη την γραμμή που ξεχωρίζει τα τετράγωνα για να την βλέπει ο άλλος και να ξέρει πως αν πατήσει την συγκεκριμένη γραμμή το παιχνίδι σταματάει. Γι αυτό και πολλές φορές οι άλλοι πατάνε την γραμμή παρά την ισορροπία που προσπάθησαν να κρατήσουν κι εμείς τους βγάζουμε εκτός παιχνιδιού.

Οι άνθρωποι είμαστε σαν την υπομονή. Έχουμε όρια. Αλλά καμιά φορά μοιάζουμε σαν την γαϊδουριά. Σαν να μην έχουμε όρια. Καμιά φορά είναι δύσκολο να βάλουμε τα όρια μας γιατί απλά δεν τα ξέρουμε μέχρι να τα ξεπεράσει κάποιος. Μέχρι να ανέβει αυτός ο κόμπος στον λαιμό, μέχρι να ανέβει το αίμα στο κεφάλι, μέχρι να μας πνίξει ο θυμός, η στεναχώρια, η απογοήτευση επειδή κάποιος ή είπε κάτι που παραβίασε τα όρια μας. Που ποτέ όμως δεν βάλαμε. Καμιά φορά είναι δύσκολο να βάλουμε τα όρια μας επειδή νομίζουμε ότι δεν αξίζουμε να έχουμε όρια, και πως μπορεί ο καθένας να μας λέει και να μας κάνει ό,τι θέλει. Όπως θέλει. Όποτε θέλει. Κι είναι αρκετές οι φορές που δεν βάζουμε όρια επειδή δεν μάθαμε να έχουμε την ευθύνη του εαυτού. Την ευθύνη να προστατεύουμε τον εαυτό μας από τους “καταπατητές”. Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι είμαστε σπίτια. Και πως εμείς έχουμε τα κλειδιά της εξώπορτας. Για να την ανοίγουμε και να την κλείνουμε στους επισκέπτες. Και πως είμαστε οι οικοδεσπότες που θα τους δείξουμε πού μπορούν να κάτσουν, και πως μπορεί να μην φταίνε οι άλλοι αν μπουν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού και αυτό μας ενοχλεί, αλλά εμείς που δεν τους δείξαμε πού μπορούν να κάτσουν. Σκέφτομαι επίσης, πως το “αυτονόητο” δεν είναι αυτονόητο για όλους. Αν και θα έπρεπε να είναι. Και πως για αυτό θα έπρεπε να κάνουμε σαφή τα όρια μας και σε εμάς και στους άλλους.

Ένα “δεν μου αρέσει αυτό που κάνεις ή λες”, ένα “δεν σου επιτρέπω”, ένα “πατάς τα όρια” σίγουρα θα βοηθήσει και εμάς και τους “επισκέπτες” του “σπιτιού” μας να κυλήσει η “επίσκεψη” χωρίς αμοιβαίες παρεξηγήσεις. Δεν ξέρει ο Μαζωνάκης που το έκανε τραγούδι και ξέρουμε εμείς;