Εκείνο το πρωινό της Κυριακής θα μπορούσε να είναι εκείνο το πρωινό που έκανε τον Moby να γράψει το “One of these mornings”. Ράθυμο και βασανιστικό σαν κάποιος να το είχε βάλει στο pause, να είχε φύγει και να είχε πάρει μαζί του το play.

Οι κινήσεις αργές, μηχανικά επαναλαμβανόμενες, μακρόσυρτες σαν να υπέφεραν για να εκτελεστούν.

Υπνοδωμάτιο-κουζίνα, ένας μικρός μαραθώνιος χωρίς κανένας όμως να περιμένει στον τερματισμό να συγχαρεί, να κάνει ένα high-five, να δώσει μια ανθοδέσμη. Αντίθετα, στον πάγκο της κουζίνας ήταν και περίμεναν όλα στη θέση τους. Το ρολό χαρτί, τα γλαστράκια με τους κάκτους, η ζαχαριέρα, το κουτί με τις κάψουλες του καφέ. Έπιασα να ανοίξω το κουτί με τις κάψουλες αλλά τρυπήθηκα από τον κάκτο γιατί τελικά το ένα γλαστράκι με τον κάκτο είχε πάρει τη θέση του κουτιού με τις κάψουλες του καφέ. Κι εγώ έχοντας συνηθίσει να είναι όλα στη θέση τους δεν κατάλαβα πως αυτά τα δύο είχαν ανταλλάξει θέση. Κάποιος -τι κάποιος; Εγώ προφανώς- είχα βάλει το ένα στη θέση του άλλου χωρίς να το προσέξω.

Θύμωσα κάπως.

Με εμένα. Πού είχα μπερδέψει τις θέσεις τους και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τρυπηθώ και να τρέχει αίμα. Γι’ αυτό τα πράγματα πρέπει να είναι στη θέση τους. Γιατί όταν όλα είναι τοποθετημένα με τάξη και στη θέση που αποφασίζει ο καθένας ότι τους αναλογεί δεν κινδυνεύει από λάθος κινήσεις, από τραυματισμούς και πόνο. Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα πως δεν χρειάζεται να πάω στο νοσοκομείο για ράμματα. Πως δεν έχει μπει κανένα αγκάθι μέσα στον οργανισμό μου και δεν θα πάει στην καρδιά και θα πεθάνω. Και πίεσα απλά το δάχτυλο μου για να σταματήσει η αιμορραγία των δύο σταγόνων αίματος και συνέχισα τη ζωή μου. Ή ό,τι μοιάζει με ζωή τέλος πάντων.

Επανατοποθέτησα το γλαστράκι με το κακτάκι και το κουτί με τις κάψουλες του καφέ στη σωστή τους θέση, άνοιξα το κουτί, έβγαλα την κάψουλα και την έβαλα στην καφετιέρα. Εκείνη μπήκε στη θέση της στην καφετιέρα και η καφετιέρα ξεκίνησε να δουλεύει κάνοντας αυτόν τον ήχο σαν αγκομαχητό. Σαν να βασανίζεται περισσότερο από εμένα που προσπαθώ να ξυπνήσω. Έβαλα το φλιτζάνι του καφέ στη θέση του -με τη λαβή να είναι στραμμένη προς τα αριστερά. Έμεινα να κοιτάζω τις σταγόνες του καφέ να κυλάνε στο φλιτζάνι και να γλείφουν το εσωτερικό του μέχρι να το γεμίζουν. Πήρα τον καφέ και έκατσα στη θέση μου στο τραπέζι της κουζίνας. Άνοιξα το κινητό και το έκλεισα. Ήταν όλοι και όλα στη θέση τους. Γνωστοί και άγνωστοι σε φωτογραφίες από τη χθεσινή έξοδο, γνωστοί και άγνωστοι στην παραλία, motivations και quotes, όλα στη θέση τους. Έκλεισα το κινητό. Οι Κυριακές δεν ξέρω για τι είναι, αλλά δεν είναι για hashtags.

Πήρα το φλιτζάνι με τον καφέ, πήρα και τα τσιγάρα και πήγα στη βιβλιοθήκη. “Οι Κυριακές μπορεί τελικά και να είναι για βιβλία”, σκέφτηκα.

Χάζευα τα ράφια. Τα βιβλία ήταν στη θέση τους τοποθετημένα ανά θέμα, ανά συγγραφέα, ανά μέγεθος. Περιμένoντας στωικά κάποιος να τα βγάλει από το ράφι και να τα διαβάσει. Πέρναγα το χέρι μου από πάνω τους απαλά, σαν να μην ήθελα να τα ξυπνήσω ή να τα τραυματίσω. Και σκέφτηκα πως σαν τα βιβλία είμαστε και οι άνθρωποι. Περιμένουμε υπομονετικά στο ράφι μας. Στη θέση μας. Κάποιος να μας βγάλει από εκεί επειδή του κίνησε την περιέργεια το εξώφυλλο, αλλά να μας κρατήσει επειδή τον εντυπωσίασε το εσωτερικό.

Βιβλία είμαστε κι εμείς.

Αστυνομικά, επιστημονικής φαντασίας, ταξιδιωτικά, ερωτικά, διηγήματα. Δίπλα δίπλα στριμωγμένοι τόσο πολύ που δεν ξεχωρίζουμε αν κάποιος δεν ψάξει να μας βρει. Ή τοποθετημένα σε περίοπτη θέση πάνω στο ράφι για να προκαλούμε την προσοχή. Βιβλία σκονισμένα, παλιά ή καινούργια, διαβασμένα ή αδιάβαστα, με άμμο. Με λεκέδες από καφέ, μπορεί και σκισμένα, με υπογραμμισμένα τα σημαντικά σημεία. Σαν κάποιος να ήθελε να πάρει μαζί του τις γραμμές που διάβασε και του αποκάλυψαν ένα μυστικό που ήθελε να κρατήσει.

Βιβλία που περιμένουν κάποιον να τα διαλέξει.

Να τα πάρει μαζί του φεύγοντας, να τα βάλει στην τσάντα του, να αποκοιμιέται πάνω τους στο κρεβάτι, να τα τοποθετεί με θρησκευτική ευλάβεια στη θέση του συνοδηγού. Ή στη βαλίτσα του όταν πηγαίνει ταξίδι, να τα ακουμπάει στην ξαπλώστρα ή στο τραπεζάκι του καφέ, να τα κρατάει σφιχτά στο χέρι του και να μην τα αφήνει για να μην τα πάρει κάποιος άλλος.

Βιβλία που περιμένουν κάποιον να τα διαβάσει και να ταξιδέψει κάπου και κάπως μαζί τους. Να χαθεί στις σελίδες τους για να μάθει πράγματα, να ανακαλύψει έναν άλλο κόσμο. Να προβληματιστεί, να διασκεδάσει, να μάθει, να προχωρήσει. Να ανυπομονεί να φτάσει στο επόμενο κεφάλαιο και να μιλάει με τα καλύτερα λόγια στους φίλους του για αυτά που μαθαίνει ή σκέφτεται ή φαντάζεται διαβάζοντας. Να λαχταρά να φτάσει παρακάτω και να αρνείται μέσα του, να μη θέλει να τελειώσει η ανάγνωση. Κι όταν τελειώνει να το ξαναδιαβάζει πάλι με την ίδια περιέργεια, με την ίδια επιθυμία, με την ίδια αφοσίωση.

“Βιβλία είμαστε κι εμείς”, ξανασκέφτηκα όπως έβαζα πίσω στο ράφι το “100 χρόνια μοναξιά”, “κι ίσως να περιμένουμε τελικά κάποιον να μας βάλει στη θέση μας”.

Άνοιξα το spotify. Το “One of these mornings”, περίμενε στη θέση του. Πάτησα το play.