maxilaria Ξαπλώνουμε να κοιμηθούμε και αγκαλιάζουμε μαξιλάρια. Γιατί δεν θέλουμε να αγκαλιάζουμε ανθρώπους. Φοβόμαστε να αγκαλιάζουμε ανθρώπους. Γιατί όσους αγκαλιάσαμε έφυγαν και μας άφησαν να ξαπλώνουμε μόνοι μας. Γιατί όταν απλώσαμε το χέρι μας στην διπλανή μεριά του κρεβατιού να  τους αγγίξουμε δεν ήταν δίπλα μας. Γιατί όταν αλλάξαμε πλευρό στον ύπνο μας και προσπάθησε ασυναίσθητα το χέρι μας να τους αγκαλιάσει είχαν φύγει. Και έτσι μείναμε να αγκαλιάζουμε μαξιλάρια. Γιατί φοβόμαστε να αγκαλιάζουμε ανθρώπους. Γιατί μας έκλεισαν την αγκαλιά που κάποτε άνοιξαν για να μας κλείσει. Γιατί αγκάλιασαν τον εαυτό τους και δεν χωρούσαμε να αγκαλιάσουνε και εμάς. Γιατί αγκάλιασαν αυτιστικά τον εαυτό τους και δεν ήθελαν να αγκαλιάσουν εμάς. Κάποτε. Τελικά. Αγκαλιάζουμε μαξιλάρια. Γιατί τα μαξιλάρια δεν μιλάνε σαν τους ανθρώπους που μας έκλεισαν έξω από την αγκαλιά τους. Γιατί τα μαξιλάρια δεν λένε “θα σε κρατάω για πάντα” και τελικά μας αφήνουν χωρίς αγκαλιά. Τελικά. Γιατί τα μαξιλάρια δεν γυρνάνε την πλάτη όταν έχουμε ανάγκη αυτό που φοβόμαστε. Την αγκαλιά. Μια αγκαλιά. Γιατί τα μαξιλάρια στέκονται δίπλα μας περιμένοντας αυτό που κάποτε περιμέναμε κι εμείς. Μια αγκαλιά. Κι ας τα αγκαλιάζουμε τόσο δυνατά που αν ήταν άνθρωποι θα τους είχαμε πνίξει. Κι ας τα πετάμε κάτω όπως κοιμόμαστε άτσαλα, ανήσυχα, σαν να παλεύουμε να γλυτώσουμε από αυτό που θέλουμε. Από μια αγκαλιά. Αγκαλιάζουμε μαξιλάρια. Γιατί φοβόμαστε να αγκαλιάσουμε ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι φεύγουν. Ανοίγουν τα χέρια που κάποτε μας κράτησαν αγκαλιά για να μας χαιρετήσουν φεύγοντας. Τα μαξιλάρια όμως είναι πάντα εκεί. Να περιμένουν να τα αγκαλιάσουμε τις ώρες που δεν μας αγκαλιάζει κάποιος άλλος. Γιατί οι άλλοι και οι αγκαλιές τελειώνουν. Τα μαξιλάρια όχι.