“Φέτος θα πάρω μόνο τα απαραίτητα. Δέκα βρακιά, τρία σουτιέν, δύο μαγιό, μια πετσέτα, πέντε σορτσάκια, δέκα μπλουζάκια, δυο σαγιονάρες”. Ποτέ. Και κανένας δεν το έκανε.

Λετ δε σαμερ μπιγκιν

Και δεν το έκανα και εγώ. Τα δέκα βρακιά γίνανε είκοσι, τα τρία σουτιέν γίνανε οχτώ,τα δύο μαγιό γίνανε πέντε, η μια πετσέτα έγινε δυο πετσέτες και τρία παρεό, τα πέντε σορτσάκια έγιναν εφτά σορτσάκια, τρείς φούστες, τέσσερα φουστάνια-τα δύο με τα ταμπελάκια ακόμα από πέρσι-, τα δέκα μπλουζάκια έγιναν δεκαπέντε μπλουζάκια, πέντε μπλουζοφορέματα,τρία πουκάμισα, τέσσερα τανκ τοπς και οι δύο σαγιονάρες έγιναν τέσσερις σαγιονάρες, τρία σανδάλια, τέσσερις εσπαντρίγιες και δύο ολσταρ.

Και η βαλίτσα έτοιμη. Η μία. Να κάνει παρέα στην άλλη βαλίτσα. Στην άλλη που μοιάζει με βαλιτσάκι γιατρού όχι μόνο λόγω μεγέθους αλλά και λόγω περιεχομένου. Γεμάτη με αντηλιακά για πριν τον ήλιο, για τον ήλιο, για μετά τον ήλιο, αμμωνίες, βιταμίνες, τραυμαπλάστ, γάζες, φάρμακα για την ημικρανία, αερολίν, αντιβιώσεις, φάρμακα για το στομάχι, για την διάρροια, ψυκτικό, οινόπνευμα, φυσιομέρ, γεμάτη γενικά για αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας. Δεν φταίω εγώ. Μεγάλωσα. Και η βαλιτσα με τα κουβαδάκια αντικαταστάθηκε με αυτήν με φάρμακα για παν ενδεχόμενο λες και πάμε στην παταγονία. Δεν φταίω εγώ. Μεγάλωσα. Και μαζί με εμένα και η υποχονδρία μου.

Και οι δύο βαλίτσες έτοιμες κάνουν παρέα στο μπακπακ που είναι γεμάτο βιβλία. Αδιάβαστα ακόμα, που μυρίζουν βιβλιοπωλείο μέχρι να μυρίσουν θαλασσα. Ανέγγιχτες ακόμα σελίδες μέχρι να αποκτήσουν σημάδια απο αντηλιακό. Με το αυτοκολλητάκι της τιμής ακόμα στο οπισθόφυλλο, μέχρι να το ξεκολλήσει το βρεγμένο από την θάλασσα χέρι που θα το πιάσει μέχρι να το αφήσει πάλι για να βουτήξει.

Βαλίτσες έτοιμες δίπλα στην πόρτα να περιμένουν να φύγουνε. Να φύγουμε. Για να ξαναγυρίσουμε. Κι ας άργησε φέτος το καλοκαίρι αυτές είναι έτοιμες από καιρό. Βαλίτσες, τι να πεις; Έχουν μια θλίψη και μια χαρά οι βαλίτσες, γιατί σημαίνουν οτι κάποιος φεύγει, για να γυρίσει, ή φεύγει για να μην ξαναγυρίσει. Βαλίτσες, τι να πεις; Πέντε μέρες πριν φύγουν για να ξαναγυρίσουν οι βαλίτσες περιμένουν στωικά δίπλα στην πόρτα και με βλέπουν να βγαίνω και να μπαίνω στο σπίτι κουρασμένη, στεναχωρημένη, χαρούμενη, ξενυχτισμένη, αργοπορημένη, πεινασμένη, αδιάφορη, ανυπόμονη. Να τις πάρω και να φύγουμε. Και ας ξαναγυρίσουμε.

Να φύγουμε και να μπούμε στο καράβι για να πάμε κάπου που δεν έχουμε ξαναπάει. Να ανυπομονούμε να φτάσουμε για να τις αφήσουμε στο δωμάτιο και να δούμε τι είναι εκεί που φτάσαμε. Να περπατάμε άγνωστοι σε άγνωστα μέρη, να ρωτάμε για τις πιο ωραίες παραλίες, να καθόμαστε για φαγητό “όπου έχει ντόπιους γιατί εκεί είναι καλά” αλλά να ρίχνουμε κλεφτές ματιές στο τριπ αντβάιζορ για να το επιβεβαιώσουμε, να ξυπνάμε και να τρώμε πρωινό μίλκο και τυρόπιτα κι ας είμαστε τριάντα πλας-το μίλκο και τυρόπιτα είναι το  πρωινό σήμα κατατεθέν των διακοπών σε όποια ηλικία κι αν είσαι-, να καθόμαστε μέχρι το βράδυ στην παραλία, να γυρνάμε κουρασμένοι από τον ήλιο, να ξυπνάμε χωρίς ξυπνητήρια, να βγαίνουμε το βράδυ με τα πόδια και να γυρνάμε με τα πόδια χωρίς να φοβόμαστε το αλκοτεστ, να ξυπνάμε το πρωί χωρίς ξυπνητήρι, χωρίς να έχουμε να κάνουμε κάτι που πρέπει να κάνουμε.

Να…να…να…να…, ατέλειωτα να. Να κάνουμε διακοπές. Διακοπές σημαίνει “διακόπτω”, από αυτό που κάνω το διάστημα που δεν κάνω διακοπές. Διακόπτω και αφήνω πίσω. Κι ας γυρίσω για να τα ξαναβρώ. Με τις βαλίτσες τις υπερφορτωμένες που για άλλη μια χρονιά άδικα υπερφορτώθηκαν αφού θα χρειαστούν τελικά “δέκα βρακιά, τρία σουτιέν-αφού με το μαγιό θα είμαι όλη μέρα-, δυο μαγιό, μια πετσέτα, πέντε σορτσάκια, δέκα μπλουζάκια, δυο σαγιονάρες”. Άντε ίσως να χρειαστεί και η αμμωνιά για κάποιο τσίμπημα και το παυσίπονο για κάποιο χανγκόβερ.

Μεγάλα φορτία που μας κουράζουν γιατί τα πηγαινοφέρνουμε άδικα. Ειδικά και γενικά. Μόνο τα βιβλία δεν  πηγαινοέρχονται άδικα. Γιατί οι διακοπές και φέτος θα ξεκινήσουν επίσημα όπως κάθε άλλη χρονιά όταν πάμε για το πρώτο μπάνιο κι αφού δοκιμάσουμε με το δαχτυλάκι την θάλασσα αν είναι κρύα, θα απλώσουμε τις πετσέτες, θα ξαπλώσουμε, κι αφού ανοίξει ο καθένας το βιβλίο του, ο Βασίλης θα μας κοιτάξει έναν έναν και θα πει “έτοιμοι; Τρία…δύο…ένα… ΒΟΥΛΩ”. Και θα χαμογελάσουμε, και θα το βουλώσουμε χαμένοι στα βιβλία μας, στην ησυχία μας, στις διακοπές μας μέχρι να ξαναγυρίσουμε και να ανοίγουμε τα βιβλία για να μυρίσουμε καλοκαίρι.