summer

Ήταν απόγευμα. Ένα από αυτά τα ζεστά, βασανιστικά απογεύματα του καλοκαιριού. Λίγες ώρες πριν δύσει ο ήλιος περίμενα σε μια διασταύρωση να έρθουν οι φίλοι μου.Δεν ήξερα πού θα πάμε και τι θα κάνουμε. Και δεν με ένοιαζε κιόλας. Είχαν αργήσει και κι εγώ είχα κάτσει στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας και τους περίμενα να έρθουν. Παρατηρούσα τους περαστικούς. Άνθρωποι ζαβλακωμένοι από την ζέστη πηγαινοέρχονταν βιαστικά χωρίς να ξέρουν πού πάνε ή χωρίς να τους νοιάζει πού πάνε. “Οι άνθρωποι ποτέ δεν ξέρουν πού πάνε”, σκέφτηκα και άναψα τσιγάρο. Και τότε πέρασες εσύ. Έτυχε και πέρασες εσύ. Και εγώ έτυχε και περίμενα τους φίλους μου καθισμένη στα σκαλιά μιας  πολυκατοικίας καπνίζοντας. Σταμάτησες και με κοίταξες. Και εγώ για να κάνω τάχα πως δεν σε είδα κοίταξα το κινητό μου. Μου είχε στείλει μήνυμα ένας από τους φίλους που περίμενα για να μου πει πως ακυρώνεται η συνάντηση. Έτυχε και ακυρώθηκε. Έβαλα το κινητό στην τσάντα και σήκωσα το κεφάλι μου με την ελπίδα να έχεις φύγει. Έτυχε και δεν είχες φύγει. “Πάμε μια βόλτα”, μου είπες. Κι εγώ σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου να πάω βόλτα μαζί σου δέχτηκα. Σηκώθηκα και σε ακολούθησα. “Οι άνθρωποι ποτέ δεν ξέρουν πού πάνε”, ξανασκέφτηκα.

Και αρχίσαμε να περπατάμε. Ζαβλακωμένοι από την ζέστη εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού. Και περπατάγαμε ώρα με τα κεφάλια κατεβασμένα σαν να ντρεπόμασταν να δούμε τον ήλιο, τις βιτρίνες, ο ένας τον άλλο.Και δεν μιλάγαμε. Μόνο περπατάγαμε. Πότε ήσουν εσύ μπροστά, πότε ήμουν εγώ μπροστά. Πότε περπατάγαμε σαν να κυνήγαγε ο ένας τον άλλο, πότε δίπλα δίπλα, πότε πάλι σαν να κυνήγαγε ο ένας τον άλλο ή την σκιά του άλλου, ποιος ξέρει; Είχε ακόμα ήλιο, μάλλον σκιές ακολουθούσαμε.

Φτάσαμε σε μια πλατεία με ένα τεράστιο τραπέζι κάτω από ένα ακόμα πιο τεράστιο δέντρο. “Δίψασα”, μου είπες. “Κι εγώ”, συμφώνησα. Και μάλλον ήταν η μοναδική φορά εκεί μπροστά από το τεράστιο τραπέζι κάτω από το ακόμα πιο τεράστιο δέντρο που συμφωνούσαμε εγώ κι εσύ. “Μόνο από και για κάποια ανάγκη θα συμφωνούσαμε εγώ κι εσύ”, σκέφτηκα. Έκατσες στο τραπέζι. “Είναι πολύ μεγάλο για δυο άτομα”, σου είπα. “Δεν είναι’, μου απάντησες, “θα έρθουν κι άλλοι, κάθισε”. Κάθισα. Και άρχισαν να έρχονται και άλλοι. Άνθρωποι που είχα να δω και να μιλήσω χρόνια. Που είχαμε μαλώσει επειδή έφταιγα, που είχαμε μαλώσει επειδή έφταιγαν. Που χαθήκαμε γιατί “έτσι τα έφερε ο καιρός” χωρίς να έχουμε το θάρρος να παραδεχτούμε πως αν θέλαμε δεν θα μας έχανε ο καιρός αλλά δεν θα χάναμε καιρό για να βρεθούμε.

Κάτσαμε όλοι μαζί. Εγώ τους ήξερα όλους. Όλοι δεν γνωριζόντουσαν με όλους και κανείς δεν έκανε τις απαραίτητες συστάσεις για να γνωριστούν. Είμασταν όλοι μια παρέα που μόνο εγώ τους ήξερα όλους αλλά από τους υπόλοιπους κανείς δεν ήξερε κανέναν. “Κανείς δεν ξέρει πραγματικά κανέναν”, σκέφτηκα. Και μιλάγαμε και γελάγαμε. Και λέγαμε τα νέα και τα παλιά, και θυμόμασταν και ξεχνάγαμε, και λέγαμε, όλο λέγαμε.

Με την δύση του ήλιου ένας ένας άρχισαν να φεύγουν. Χωρίς “αντίο’, χωρίς “τα λέμε”, χωρίς “μην ξαναχαθούμε ε;”, μόνο με ένα χαμόγελο στα μάτια. Λες και η δύση του ήλιου σήμανε αυτόματα την λήξη αυτής της συνάντησης. Και έφυγαν όλοι. Και μείναμε εγώ και εσύ. “Πάμε σπίτι μου”, μου είπες και εγώ δέχτηκα σαν να ήταν το δεύτερο πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου.”Οι άνθρωποι ποτέ δεν ξέρουν πού πηγαίνουν”, σκέφτηκα για τρίτη φορά εκείνη την μέρα.

Φτάσαμε σπίτι σου. Είχε πια νυχτώσει και ο κόσμος έξω πηγαινοερχόταν βιαστικά, χαρούμενος και αναστατωμένος σαν να πηγαίνει σε γιορτή. Από τον δρόμο ακουγόταν μουσική. Κόσμος πολύς μιλούσε, γελούσε και τραγουδούσε. Μέσα είχε ησυχία. Κανείς από τους δυο μας δεν μιλούσε, δεν τραγουδούσε, δεν πήγαινε σε γιορτή. Πήγες στο δωμάτιο σου να αλλάξεις και εγώ έμεινα στο σαλόνι. Ο κόσμος έξω συνέχιζε να διασκεδάζει κι εγώ συνέχιζα να κάθομαι σε εκείνον τον καναπέ που είχα κάτσει πολλές φορές και άρχισα να κλαίω όπως είχα κλάψει πολλές φορές. Με εκείνο το βουβό κλάμα που θολώνει τα μάτια, που πνίγει τον λαιμό και λυτρώνει το μυαλό. “Οι άνθρωποι σπάνια ξέρουν γιατί κλαίνε”, σκέφτηκα. Βγήκες από το δωμάτιο σου και με πλησιάσες με αργά βήματα. Με κοίταζες απορημένος να κλαίω και δεν μίλησες.” Ποτέ δεν μίλαγες όταν έκλαιγα, γιατί να το κάνεις τώρα ;”, σκέφτηκα. “Από όλους αυτούς που ήρθαν και έφυγαν εσύ βρήκες να μείνεις ;”, σε ρώτησα. Δεν απάντησες. “Ποτέ δεν απάνταγες όταν σε ρώταγα, γιατί να το κάνεις τώρα ;”, σκέφτηκα.

Σηκώθηκα να φύγω. “Μείνε”, μου είπες. “Όχι”, σου είπα. “Ποτέ δεν έκανες αυτό που ήθελα, γιατί να το κάνεις τώρα;”, μου είπες. “Φεύγω, έξω έχουνε γιορτή”, σου είπα κι άνοιξα την πόρτα.

Ξύπνησα τρομοκρατημένη. Είχα αργήσει.