Η Φιόνα Γεωργιάδη, ξέρει πως να μεταμορφώνεται και να περνάει «το μήνυμα» κάθε ρόλου, μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Γίνεται rock στις τηλεοπτικές πλατφόρμες, ρομπότ στις ταινίες, και αέρινη ύπαρξη στις θεατρικές σκηνές.

Για τη Φιόνα, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της έπρεπε να διεκδικηθούν βαθιά, έχοντας αποκτήσει πρώτα εμπειρίες και αυτοπεποίθηση, κάτι που εισέπραξε από τις πρώτες σπουδές της. Για το λόγο αυτό η Φιόνα είναι μια ηθοποιός γεμάτη «φως», γεμάτη γνώσεις που η ίδια θέλει συνεχώς να λαμβάνει, γεμάτη «λέξεις» που χτίζουν με σιγουριά κάθε απάντηση της.

Φιόνα τι πιστεύεις ότι χρειάζεται περισσότερο ένας ηθοποιός, ταλέντο ή συνεχόμενη προσπάθεια για εξέλιξη;

Η Uta Hagen, η Γερμανίδα ηθοποιός που ίδρυσε τη δραματική σχολή από την οποία αποφοίτησα έλεγε «It takes Talent» και το ασπάζομαι. Το τάλαντο χρειάζεται, αλλά χωρίς συνεχόμενη προσπάθεια και διάθεση για εξέλιξη, δεν θα οδηγήσει μακριά.

Παρά την αγάπη σου για την υποκριτική, σπούδασες αρχικά Νομική. Σκέφτηκες ότι θα αποτελούσε ένα plan b ή ήταν κάτι που σου άρεσε εξίσου;

Πολύ ωραία ερώτηση, πρώτη φορά τη διατυπώνουν έτσι. Νομίζω πως το πιο ειλικρινές είναι πως μου άρεσε (και μου αρέσει) η γνώση, η μελέτη και η καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας, που μαζί με μια ιδεαλιστική και μάλλον ρομαντική φύση, με οδήγησαν στη σπουδή του Δικαίου. Επομένως, ήταν ένα καλό θεμέλιο – όχι τόσο plan B- αλλά μάλλον ένα εφαλτήριο για να διευρύνω τους ορίζοντες μου και να αποκτήσω περισσότερη εμπειρία ζωής και αυτοπεποίθηση, ώστε να διεκδικήσω έπειτα τις βαθύτερες καλλιτεχνικές μου ανησυχίες.

Υποκριτική σπούδασες στο εξωτερικό, θα πρότεινες σε εν δυνάμει ηθοποιούς να δοκιμάσουν τις καλλιτεχνικές σπουδές σε κάποια άλλη χώρα;

Είμαι υπέρ της απομάκρυνσης από την «οικογενειακή ομπρέλα», όπως την αποκαλεί μια φίλη μου. Θεωρώ πως είναι πολύ χρήσιμο για την προσωπική εξέλιξη και την έγκαιρη ενηλικίωση, να κληθεί κανείς να υπάρξει μόνος, να στηριχθεί κατά το δυνατόν στα πόδια του και να μπορέσει ακόμα και να σκεφτεί ανεξάρτητα, ώστε να πράξει έπειτα ανεξάρτητα. Να αντιμετωπίσει κατά το δυνατόν κατάματα τους δαίμονες, αλλά και τους αγγέλους του. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που θεωρώ το εξωτερικό ευεργετικό για το χαρακτήρα. Βέβαια, αυτήν την απόσταση μπορεί κάποιος να την πάρει αλλάζοντας πόλη ή μένοντας μόνος του ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ορίζει η δική του ζωή και οι συνθήκες πραγματικότητάς του. Προσωπικά, με δελέαζε ακόμη η επαφή με διαφορετικές εθνικότητες και πολιτισμούς. Οι σπουδές, πάντως, είναι ζήτημα που κρίνεται ad hoc…εξαρτάται δηλαδή από το πού συγκεκριμένα θα σπουδάσεις, είτε επιλέξεις να μείνεις στην Ελλάδα είτε να πας στο εξωτερικό. Η σωστή ενημέρωση οδηγεί συνήθως και σε μια πιο ασφαλή επιλογή.

Ξεκίνησες την καριέρα σου στη Νέα Υόρκη, πως αποφάσισες να κάνεις casting για μια τηλεοπτική σειρά που προβαλλόταν στην Ελλάδα και να γυρίσεις πίσω;

Είχα ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ανέμενα την απάντηση της αίτησης μου για την αμερικανική καλλιτεχνική βίζα εργασίας, όταν προέκυψε το ραντεβού μου με τον Ανδρέα Γεωργίου. Μάλιστα είχα μόλις ολοκληρώσει τη συμμετοχή μου σε ένα υπέροχο (κατά τη γνώμη μου) ντοκιμαντέρ για τον Όλυμπο, της Αθηνάς Κρικέλη. Η βίζα μου εγκρίθηκε λίγο πριν τα γυρίσματα της ταινίας του Νίκου Περάκη.

Η πορεία σου εδώ χαράχτηκε από πολύ επιτυχημένες σειρές, Μπρούσκο, Ο Πρίγκιπας της Φωτιάς, Μην Ψαρώνεις, Έλα στη θέση μου και Η Κόμισσα της Φάμπρικας… Ένιωσες με κάποιον ρόλο από αυτές τις σειρές μεγαλύτερη σύνδεση;

Νομίζω με την Κόμισσα της Φάμπρικας, όπου ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης μαζί με τον κινηματογραφιστή Αλέξανδρο Χαντζή, μας έδωσαν τέτοια ελευθερία και μας έδειξαν τόση εμπιστοσύνη, που παρότι επρόκειτο για διασκευή και μάλιστα για έναν ρόλο που είχε στο παρελθόν υποδυθεί υπέροχα η Άννα Φόνσου, εγώ ένιωσα εαυτόν ταυτισμένο και μου ταίριαξε σε χιούμορ αυθόρμητα και φυσικά.

Το 2018, πρωταγωνιστείς σε μια από τις πιο επιτυχημένες ταινίες της Lacta, «Η γεύση της αγάπης», όπου υποδύεσαι ένα ρομπότ. Πως κατάφερες να ενσαρκώσεις έναν τόσο δύσκολο ρόλο;

Σε ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια. Με δελέασε παρά πολύ αυτή η πρόταση και αυτός ο ρόλος, από την αρχή. Είδα ταινίες σχετικές, διάβασα αλλά και φαντάστηκα, όπου με πήγαινε το ένστικτο μου. Είχα δυνατούς αρωγούς σε αυτό ταξίδι, τους οποίους σέβομαι και εκτιμώ έκτοτε. Εν αρχή, την Σοφία Δημοπούλου που ήταν υπεύθυνη casting και με εμπιστεύτηκε, τον ταλαντούχο σκηνοθέτη Άκη Πολύζο που τον είχα σύμμαχο και μου ταίριαζε εξαιρετικά η αισθητική του, την σταθερή πίστη του Πάνου Σαμπράκου από την αρχή μέχρι το τέλος και βέβαια, μια εταιρεία παραγωγής, όπως η Foss Productions, στην οποία βλέπεις έμπρακτα τον επαγγελματισμό και την απαιτούμενη ασφάλεια για να δημιουργήσεις καλλιτεχνικά. Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και το συμπαίκτη μου Φάνη Μουρατίδη, που είναι ένας άνθρωπος τόσο γενναιόδωρος και φωτεινός, ένας άριστος επαγγελματίας.

Φέτος σε βλέπουμε στη σειρά «The Friend» στην πλατφόρμα του Αnt1+. Τι σ’ έκανε να πεις το «ναι» στο ρόλο της «Αριάδνης»;

Η Αριάδνη με εξίταρε διότι ήταν πιο rock, πιο σκοτεινή και κάπως πιο αντικομφορμιστική από άλλους τηλεοπτικούς ρόλους που έχω κληθεί να παίξω. Είμαι ευγνώμων για το γεγονός πως τόσο ο σκηνοθέτης Σέργιος Κωνσταντινίδης, όσο και η σεναριογράφος Φωτεινή Αθερίδου ήταν ανοιχτοί, γεμάτοι με φαντασία και εμπιστοσύνη, ώστε παρέα πλάσαμε το ρόλο, έτσι όπως τελικά παρουσιάστηκε.

Η κεντρική ιδέα της σειράς είναι η επί πληρωμή φιλία. Εσύ έχεις νιώσει να γίνονται πιο δύσκολες οι διαπροσωπικές σχέσεις εν έτει 2023;

Πάνε χρόνια που το έχω νιώσει αυτό! (γέλια) Ζούμε πράγματι την πτώση των αξιών και την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας και βαθιάς επένδυσης στις διαπροσωπικές σχέσεις. Όμως, το γεγονός ότι κάτι είναι δυσεύρετο, δεν το καθιστά ανέφικτο… απλώς όταν βρίσκεις τους ανθρώπους σου, προσπαθείς να τους κρατάς, γιατί γνωρίζεις πως είναι πολύτιμοι και σπάνιοι.

Θεατρικά βρέθηκες στην περιοδεία του Προμηθέα Δεσμώτη το καλοκαίρι. Πως ήταν αυτή η εμπειρία;

Μοναδική! Ήμουν και θα είμαι ευλογημένη για αυτό το βίωμα, ευχαριστώ τον Άρη Μπινιάρη, αλλά και έναν προς έναν τους συμμετέχοντες σε αυτή τη θεατρική εμπειρία.

Έχοντας ασχοληθεί με το αρχαίο θέατρο, τι πιστεύεις ότι προσφέρει τόσο στους ηθοποιούς αλλά και στο κοινό;

Μου αρέσει να σκέφτομαι το θέατρο ως ένα, τους αρχαίους, τους κλασικούς και τους άξιους σύγχρονους συγγραφείς… ειδάλλως, μου δημιουργείται μια απόσταση και έπειτα με φοβίζει, είτε να ασχοληθώ ως ηθοποιός είτε να ταυτιστώ ως θεατής. Αυτό δεν αναιρεί βέβαια το σεβασμό και την ευθύνη που αισθάνομαι απέναντι στα αρχαία κείμενα και τους ρόλους. Απλώς, θέλω να πιστεύω πως όταν κάτι έρχεται στο δρόμο σου και σε συναντά, είσαι περισσότερο έτοιμος και ας μην το ξέρεις, για να το γνωρίσεις… έτσι θέλω να σκέφτομαι και το αρχαίο θέατρο…προσβάσιμο και αφομοιώσιμο ακόμη και από παιδιά. Αναφέρεται σε βιώματα που εν πρώτοις δεν συγκρίνονται σε μέγεθος με την καθημερινή μας ζωή… όμως, τα αρχέτυπα, οι συγκρούσεις, τα υπαρξιακά, το δίκαιο και το άδικο, το πένθος, ο έρωτας, η απογοήτευση, η ελπίδα, ο αποκλεισμός (διαφορετικά, το μοντέρνο bullying), η κάθαρση και όλα τα συναισθήματα είναι πανανθρώπινα και εκδηλώνονται μεν με άλλο πρόσωπο, αλλά είναι εξίσου παρόντα στην κάθε εποχή.

«Κατά Φαντασία Ασθενής» στη Θεσσαλονίκη. Τι να περιμένουμε να δούμε στη σκηνή από την ομάδα των ηθοποιών που συμμετέχουν;

Μια μουσικοθεατρική αναπαράσταση της κωμωδίας του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή και μουσική Νίκου Κυπουργού, με έντονη αμφισημία των κωμικών στοιχείων, που πιστοποιεί αυτό που μας δείχνει και η ζωή… ότι η εναλλαγή των συναισθημάτων και των συνθηκών είναι διαρκής και ότι η πραγματική κωμωδία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σκοτάδι, και αντίστροφα.

Τι θα ήθελες να καταφέρεις στο χώρο της υποκριτικής;

Να ασχοληθώ με συγγραφείς που με εμπνέουν και κινητοποιούν να εξελιχθώ, μέσα από συνεργασίες που έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, συν τη συνειδητότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό των εμπλεκομένων.

#RuleBreakers … εσένα τι θα σ’ έκανε να σπάσεις τους κανόνες του σήμερα;

Κάτι που θεωρώ ως κανόνα «του πάντα», θέλω να πω πως βρίσκω πολύ περιοριστικό να σκέφτεσαι μόνον εντός του πλαισίου που μαζικά και κοινωνικά σού επιβάλλεται. Η ψυχή είναι πανανθρώπινη, απύθμενη, αλλά και «αιώνια», ξέρει καλύτερα, γι’ αυτό και είναι αυτή που οδηγεί στη θέσπιση των κανόνων του αύριο.