Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη συγκλόνισε με την ερμηνεία της, χωρίς ίχνος υπερβολής. Με λεπτομέρεια, εσωτερικότητα και μεθοδικότητα κατάφερε να δημιουργήσει τον χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς, όπου κουβαλά από τη γέννηση της το τραύμα και το βάρος του να είναι γυναίκα.

Μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα, που έχει μάθει να στέκεται ψυχρή σε κάθε συναίσθημα και να παλεύει καθημερινά με τον εαυτό της, προσπαθώντας να κρύψει τη ζοφερή επιθυμία της για τις πράξεις που έκανε. Η Χαδούλα Φραγκογιαννού έρχεται αντιμέτωπη με τα ηθικά διλήμματα, κάτι που προσδίδει στη ταινία βάθος και συναισθηματική ένταση.

Στο σκοτεινό παρασκήνιο ενός μικρού και ξεχασμένου νησιού, οι κατ’εξακολούθηση αιφνίδιοι θάνατοι μικρών κοριτσιών, δημιουργούν ένα πλέγμα μυστηρίου και ανατροπών. Η έξυπνη σεναριακή δομή διατηρεί το θεατή σε αγωνία, με τις εξαιρετικές ερμηνείες του καθε χαρακτήρα να συγκλονίζουν. Η Εύα Νάθενα προσθέτει βάθος στην αφήγηση με τα σκοτεινά χρώματα σε καθε πλάνο.

Η ”Φόνισσα” αναδεικνύεται ως μια συναρπαστική κινηματογραφική εμπειρία, που το κοινό θα δυσκολευτεί να ξεχάσει.

Δεν είναι τυχαίο, πως και τα ονόματα της ταινίας κρύβουν ένα συμβολικό χαρακτήρα. Τη μητέρα της Φραγκογιαννούς, με τη Μαρία Πρωτόπαππα να συγκλονίζει στο συγκεκριμένο ρόλο, την έλεγαν Δελχαρώ, που συμβολίζει τη χαιρεκακία του θανάτου. Το όνομα της Χαδούλας πρόκειται για μια καθαρή ειρωνεία, καθώς δεν πήρε ποτέ το χάδι και την αποδοχή της μητέρα της. Χαρακτηριστική φράση στην ταινία για το χάδι και το φιλί. “Χάιδεψε με, φίλησε με”.

Μεγάλωσε με μια αυταρχική μητέρα, όπου δεν πήρε ποτέ την αγάπη και την τρυφερότητα. Ο λόγος λοιπόν που η Φραγκογιαννού ”βλέπει” τη μητέρα της σε τόσο νεαρή ηλικία και όχι ως ηλικιωμένη, ήταν επειδη η συνείδηση της Χαδούλας σταμάτησε τη στιγμή που πήρε ένα μεγάλο όχι από τη μητέρα της. Η στιγμή που η μητέρα της την παρέδιδε για γάμο και κανόνιζαν το θέμα της προίκας. Εκεί η μητέρα της αρνήθηκε να της δώσει το δώρο της αναγνώρισης και της απελευθέρωσης από την οικογένεια. Έτσι δημιουργήθηκε στη Χαδούλα ένα τραύμα, που την ανάγκασε να την έχει στο νου της ακριβώς όπως ήταν τότε.

Εντυπωσιακό είναι, ότι δεν καταφέραμε να τη μισήσουμε, διότι παρακολουθούμε καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας την άνιση μάχη που δίνει με τον εαυτό της για το τι είναι σωστό και τι λάθος.

Ένα θύμα και η ίδια μιας βαθιάς πατριαρχικής κοινωνίας που υπολογίζει την αξία της ανθρώπινης φύσης, με κριτήριο το φύλο. Η ίδια θεωρεί πως δεν σώθηκε και έτσι με τις πράξεις της, πιστεύει πως καταφέρνει να σώσει τα κορίτσια, που με τα ίδια της τα χέρια σκοτώνει, για να μην έχουν μια βασανιστική ζωή, πέφτοντας θύματα των “ανωτέρων” τους.

“Να σε γλυτώσω, να σε κάμω πουλι… Να σε ελευθερώσω πριν σε μαγαρίσουν τα χέρια τους!”