doulevonyxtasavoirvillegr2

Το κατασχετήριο έφτασε στην πόρτα μου ένα μεσημέρι που μόλις είχα παραλάβει το ευτυχισμένο παιδί μου από το σχολείο.

Μια γυναίκα, που στη μνήμη μου δεν έχει πρόσωπο παρά μια φωνή ειρωνική και τσιριχτή, με ρώτησε αν είμαι η ιδιοκτήτρια ή το όνομά μου.

Έβαλα το φαγητό του παιδιού στο τραπεζάκι και άρχισα να τρέμω καθώς διάβαζα με κλαμένα μάτια ότι το σπίτι μου θα έβγαινε σε πλειστηριασμό για ένα χρέος στην εφορία. Το 1/10 της αξίας του ακινήτου όπου μεγάλωσα ήταν για μένα η αφορμή να δω τα πάντα αλλιώς. Το 1/10 της αξίας του σπιτιού όπου μεγάλωνα το παιδί μου, έπρεπε να μπει μέσα σε λίγες μέρες σε δόσεις , μη βιώσιμες σύμφωνα με το taxis, αλλά και να δεχτώ ότι η πιθανότητα της κατάσχεσης παραμένει μέχρι να δοθεί όλο το ποσό.

Έκανα τέσσερα, νομίζω, τηλεφωνήματα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν σε ανθρώπους που με γνωρίζουν πολλά χρόνια.  Τα κλάματά μου δεν άφηναν την παλιά μου φίλη, που τώρα είναι δικηγόρος, να με καταλάβει. Το μόνο που κατάφερα να της απαντήσω, ήταν ότι όχι, το παιδί μου δεν είχε πάθει κάτι.

Αναρωτήθηκα πολλές φορές πόσα λάθη έκανα για να φτάσω σε αυτό το σημείο. Αναρωτήθηκα τι δεν έκανα και έφτασα να τρέμω μέσα σε ένα γραφείο εφορίας χωρίς να καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Ανακάλυψα πολλά λάθη αλλά είδα και τα καλά που έκανα μέχρι τώρα και μετά συνέχισα να κλαίω. Έκλαψα δύο μέρες. Δυό μέρες συνεχόμενες τα μάτια μου ήταν «πρησμένα από το κλάμα πίσω απ’τα μαύρα μου γυαλιά». Δυό μέρες συνεχόμενες δεν έτρωγα, δεν θυμάμαι να μίλαγα, δεν θυμάμαι τίποτα. Και μετά τα δάκρυα τελείωσαν. Στέρεψαν. Ένιωσα να δυναμώνω από τη στάχτη και τη μελαγχολία, ένιωσα την χαρμολύπη του μηδέν. Μηδέν. Όλα από την αρχή και όλα αλλιώς. Δεν ήμουν κανενός κόρη, κανενός γυναίκα, δεν είχα σπουδάσει ποτέ, δεν είχα βιογραφικό. Όλα ήταν μηδέν. Δεν με ένοιαζε τίποτα.

Έστειλα μηνύματα που ισορροπούσαν μεταξύ της αξιοπρέπειας και της ξεφτίλας σε όσους μπορούσα να σκεφτώ, με τον εύκολα κατανοητό κωδικό της άμεσης ανάγκης για δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά. Οποιαδήποτε. Οποιαδήποτε μέρα, οποιαδήποτε ώρα. Όπως η περασμένη ώρα που ένας φίλος μου έφερε χρήματα στο σπίτι για την πρώτη, άμεσα απαιτητή δόση. Όπως οι μέρες που έτρεχα να δώσω πολύτιμα αντικείμενα της… προίκας μου για να πάρω άμεσα τα μετρητά που χρειαζόμουν. Όπως οι άσχετες ώρες και μέρες που οι δύο φίλοι μου με μάζευαν από τους δρόμους όπου γυρνούσα σαν χαμένη μετά τα ραντεβού με τους εφοριακούς.

Οι πιθανότητες που μου έδινα για δουλειά δεν ήταν πολλές και τα χρήματα που θα έπρεπε να μπαίνουν στην τσεπούλα της εφορίας πολλά. Και τότε, η ανώτερη δύναμη που υποθέτουμε ότι κάποιες φορές κάνει τη χάρη και μας ακούει, μου έστειλε μια δουλειά τη νύχτα. Και την ημέρα. Αλλά κυρίως τη νύχτα. Δίπλα σε μια γυναίκα που με πίστεψε και είναι αληθινή μου φίλη. Εκείνη που με βούτηξε μέσα σε ένα βράδυ στη δουλειά και μου είπε ότι θα τα καταφέρω. Τη νύχτα.

Η ώρα ήταν παράξενη..

Δεν ήταν η  βαθιά, η μεθυσμένη ώρα του ξημερώματος αλλά εκείνη η ώρα που τα στελέχη γυρίζουν σπίτι τους. Που οι μανάδες που έχουν φύγει από το πρωί, γυρίζουν μετά το γυμναστήριο ή μετά το γραφείο, βιαστικές, να κάνουν αυτά που η εποχή απαιτεί -ή και όχι- από μια εργαζόμενη μητέρα.  Εκείνη την μουδιασμένη ώρα που ο σύζυγος δεν έχει όρεξη για ομιλίες και τα παιδιά τρέχουν γύρω του για να παίξουν.

Εκείνη την ώρα που παλιότερα, με έβρισκε το βράδυ να κοιτάω το ταβάνι, τον τοίχο ή την τηλεόραση.

Εκείνη την ώρα που τα παραπάνω στελέχη μαζεύουν , πολλές φορές, τα ψέματά τους – γιατί φυσικά δεν άργησαν ποτέ στο meeting, πολλές γυναίκες θα εύχονταν να προλάβαιναν άλλο ένα ποτό με τις φίλες και οι σύζυγοι εύχονται να ήταν ξανά εργένηδες για να δουν ήσυχα μπάλα. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που με ρώτησαν: «Μα δουλειά ΤΟ ΒΡΑΔΥ;», «Mα δεν έχει πρόβλημα ο άντρας σου;», «Και δηλαδή έγινες μια της νύχτας, εσύ με τόσες σπουδές;».

Μάλλον ναι σε όλα. Γιατί ψέματα δεν είπα ποτέ. Ούτε για το πόσο δύσκολος είναι ο γάμος, το παιδί, το να ικανοποιηθεί η γυναικεία φύση.

Στον κόσμο της νύχτας, αυτής που ζω εγώ, όλα τελικά είναι πιο τίμια. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι άνθρωποι μπορούν να σε κοιτάξουν κατάματα και ειλικρινά. Το σεξ είναι σεξ, ο πόθος πόθος και η δουλειά δουλειά. Το χρήμα χρήμα και η διασκέδαση διασκέδαση. Όλα έχουν όνομα και είναι ξεκάθαρα. Δεν λένε meeting για αξιολόγηση και απαιτούν να τους κάτσεις – την ημέρα το έχετε ακούσει; Λένε, αν το αισθάνονται, «σε θέλω».

Απαιτείται επαγγελματισμός, απαιτείται συναίσθημα, απαιτείται ταλέντο. Τη νύχτα όλοι φοράμε χαμόγελο για να περάσετε καλά , ακόμα και αν από μέσα μας κλαίμε. Κάτι σαν το «there’s no business like show business» αλλά με άλλους όρους.  Δουλεύω με αγόρια και κορίτσια αληθινά καλά, που τα περισσότερα αγωνίζονται και που όλα έχουν όνειρα. Δουλεύω με παιδιά που σπουδάζουν, που έχουν κανονικές ζωές, κανονικά πάθη… όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας τους που απλά έτυχε να μην χρειάζεται να δουλεύουν ή να μην το επιθυμούν.

Και εν τέλει, κανένας δεν θα κρίνει την ώρα του 24ώρου που θα με βγάλει από την κατάρα της διαδικασίας αυτής. Οι αξίες του καθενός είναι αξίες και γι’αυτό δεν αλλάζουν. Το σπίτι από το οποίο προερχόμαστε, δεν αλλάζει. Φαίνεται πάντα και παντού.

Τα κόμπλεξ που κουβαλάμε, αλλάζουν. Ευτυχώς.

Ναι κύριοι, άμεμπτοι, αναμάρτητοι, που τα έχετε όλα λυμένα και μόνο αυτό σας έκανε εντύπωση σ’αυτή τη ζωή. Δουλεύω νύχτα. Ε και;