Φτάσαμε στο νησί με την σχετική ταλαιπωρία που οι σωστές διακοπές οι κλασικές περιλαμβάνουν. Αργήσαμε να ξεκινήσουμε, παραλίγο να χάσουμε το καράβι, καθυστέρησε να φύγει το καράβι και τελικά φτάσαμε.

IMG_9804

Τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια και βράδυ πλέον κατεβήκαμε στην χώρα. Ζαλισμένοι ακόμα απο το καράβι και κουνημένοι ακόμα από το καράβι πήγαμε για φαγητό όπου βρήκαμε μπροστά μας, φάγαμε ότι βρήκαμε μπροστά μας και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο χωρίς να βλέπουμε μπροστά μας. Μια μέρα ταλαιπωρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μας και αισθανόμασταν Ροβινσώνες Κρούσοι. Βέβαια αν μας έβλεπε ο Ροβινσώνας Κρούσος ταλαιπωρημένους για μια μέρα, με καλαμαράκια και ξιφίες μπροστά μας, χταπόδια και μπύρες σίγουρα θα μας κοίταζε με εκείνο το απαξιωτικό βλέμμα του “τι να σου πω τώρα” κι εμείς θα ντρεπόμασταν που θεωρήσαμε ταλαιπωρία αυτό που περάσαμε μπροστά στην ταλαιπωρία του Ροβινσώνα Κρούσου.

Κοιμηθήκαμε σαν μπετόβεργες και μετά απο αρκετές ώρες κατεβήκαμε για πρωινό με την τσαλάκα του σεντονιού στην μούρη. Κάτσαμε στην βεράντα του ξενοδοχείου και είδαμε επιτέλους το νησί. Κάποιο από το νησί. Πράσινο και θάλασσα. Θάλασσα και πράσινο. Οι διακοπές άρχισαν πρώτα από το μάτι.

Τσιγάρο και καφές η αρχή του πρωινού για να ανοίξει το μάτι μέχρι να φάμε τα παρελκόμενα. Τσιγάρο και καφές είναι άλλωστε το πρωινό της Αθήνας. Στο διπλανό τραπέζι ήταν μια παρέα γύρω στα 45-50 που σχολίαζαν την κατάσταση της Ελλάδας.

Κάθε μπουκιά μας ψωμιού με βούτυρου και μαρμελάδας κατέβαινε με την υπόκρουση των διπλανών “εγώ άκουσα ότι στην Αμερική έχουν ετοιμάσει ανθρωπιστική βοήθεια για την Ελλάδα απο τον Μάιο”, “εγώ είμαι δημοσιογράφος στην Ρωσία και ξέρω από μέσα ότι μας έχουν ξεγραμμένους”, “εγώ διάβασα σε ένα σάιτ ότι ο Ομπάμα θα στείλει κλιμάκια”, “εγώ ξέρω οτι οι τράπεζες θα ξανακλείσουν”.

Δεν κατέβαινε η μπουκιά ψωμιού με βούτυρο και μαρμελάδα. Πώς να κατέβει με τόση βλακεία; Πώς να κατέβει όταν όσα μας στοίχειωσαν τόσες βδομάδες και είπαμε να τα αφήσουμε λίγες μέρες πίσω ήταν δίπλα μας.

Εγώ κοίταζα αυτό που είχα μπροστά μου. Πράσινο και θάλασσα, θάλασσα και πράσινο. Και ήθελα απλά να σηκωθώ και να τους κλείσω όπως έκλεινα την τηλεόραση, το λαπτοπ, το ράδιο, τόσες μέρες.

“Καλέ σας λέω, η Αμερική έχει έτοιμη ανθρωπιστική βοήθεια καιρό τώρα”, φώναζε έξαλλος εκείνος που μάλλον ήταν τόσο σίγουρος γιατί μάλλον του το είπε η ξαδέρφη του απο το όρεγκον που ξέρει τον περιπτερά απέναντι από τον Λευκό Οίκο.”Α.Ν.Θ.Ρ.Ω.Π.Ι.Σ.Τ.Ι.Κ.Η  Β.Ο.Η.Θ.Ε.Ι.Α από την Αμερική σας λέω”, ούρλιαζε.

“Είναι η Αντζελίνα στο νησί, είναι η Αντζελίνα στο νησί”, τον διέκοψε η κόρη της ξενοδόχου που μπήκε στην βεράντα τρέχοντας και λαχανιασμένη.

“Δίκιο είχατε τελικά”, του είπα φεύγοντας, “ανθρωπιστική βοήθεια από την Αμερική, έστειλαν την Αντζελίνα να μας υιοθετήσει στα πλαίσια της ανθρωπιστικής  βοήθειας”, και του έκανα πατ πατ στον ώμο.

Ανέβηκα στο δωμάτιο,βγήκα στο μπαλκόνι, πήρα μια βαθιά ανάσα και δέχτηκα την ανθρωπιστική βοήθεια της θέας που απλωνόταν μπροστά μου.