xanagyrisesesavoirville

Ο άνθρωπος μπούμερανγκ. Αυτός  που επιστρέφει. Αυτός  που πάντα επιστρέφει. Η διαφορά του με το κλασικό μπούμερανγκ, είναι ότι επιστρέφει χωρίς απαραίτητα να τον έχεις πετάξει εσύ. Συνήθως φεύγει μόνος του. Για να επιστρέψει. Κάτι σαν τις μαλακίες, που ως γνωστόν και αυτές επιστρέφονται. Ένα και το αυτό.

  -Γύρισα.

Επιστρέφει τόσο απλά χωρίς προειδοποίηση, όπως ακριβώς έφυγε. Γιατί έτσι. Μια μέρα επιστρέφει. Κι εσύ τον δέχεσαι με μουσική υπόκρουση στα αυτιά σου το “κι όμως δεν είχα δύναμη την πόρτα να σου κλείσω, άνοιξα και τα χέρια μου σφιχτά να σε κρατήσω-νότα”.”Δεν ξέρει ο Αντώνης Βαρδής και ξέρω εγώ;”, σκέφτεσαι προσπαθώντας να δικαιολογήσεις την αδυναμία σου, την επιθυμία σου, την ανύπαρκτη αντίστασή σου. Δέχεσαι τον άνθρωπο μπούμερανγκ, γιατί είσαι ανώτερος άνθρωπος, γιατί μπορεί να πιέστηκε και να έφυγε, μπορεί να έκανες κι εσύ κάποια λάθη και να τον ανάγκασες να φύγει, μπορεί να είχε τις κλειστές του, οκ όλοι έχουμε δικαίωμα να φύγουμε και να μείνουμε με τον εαυτό μας. Αυτά τα υποθέτεις, ίσως και τα ρωτάς και στα απαντάει, αλλά αυτά δεν έχουν σημασία πια. Σημασία έχει ότι ο άνθρωπος μπούμερανγκ ξαναγύρισε. Κοντά σου.

Και μένει. Και στην αρχή, ή μάλλον στη συνέχεια αυτού που άφησε στη μέση η φυγή του, είναι όλα καλά. Ή μοιάζουν καλά. Για λίγο, για πολύ, για όσο. Σκέφτεσαι ότι του έλειψες, ότι όσο καιρό ήταν μακριά σου αναθεώρησε κάποια πράγματα, εκτίμησε πέντε καλά στοιχεία σου, έδωσε τόπο στην οργή που του προκαλεί το γεγονός ότι είσαι γκρινιάρα, απαιτητική, ότι δεν ξέρεις να μαγειρεύεις, ότι θες παραπάνω από όσα θέλει αυτός. Και ότι θες παραπάνω παραπάνω από όταν θέλει αυτός. Κυρίως.

Και φεύγει. Πάλι. Όταν θέλει αυτός. Χωρίς εξηγήσεις και αυτήν την φορά, ή τουλάχιστον χωρίς εξηγήσεις που σε καλύπτουν. Και μένεις να αναρωτιέσαι τι λάθος έκανες. Πάλι. Πάλι αναρωτιέσαι, πάλι θεωρείς ότι έκανες λάθη. Που μπορεί και να έκανες δηλαδή, άνθρωπος είσαι, εδώ κάνει λάθη η στατιστική, εσύ δεν θα κάνεις? Κι όσο αναλογίζεσαι τα λάθη σου και τα σωστά σου, εκείνος κάνει το “μαζί” “χώρια”, το “εμείς” “εγώ”, το “γιατί?” “δεν είμαι στα καλά μου” , “θέλω χρόνο”, “θα τα πούμε”, “δεν φταις εσύ εγώ φταίω”. Και περιμένεις. Να περάσουν τα δικά του, να περάσει ο χρόνος, να περάσει η μέρα, η νύχτα, ο μήνας, η ζωή.

Και πάνω που αποφασίζεις να περάσεις εσύ παρακάτω επιστρέφει πάλι. Και από Αντώνης Βαρδής γίνεσαι Μαρινέλλα. “Και να που γύρισες έστω κι αργά-νότα”. Γύρισε. Αρκεί. Και ελπίζεις πάλι στο “μαζί”, στο “εμείς”, στο να μην κάνεις πάλι λάθη, στο να μην πάθει πάλι το “φευγιό”. Ελπίζεις. Και προσπαθείς. Για δύο. Του αφήνεις χώρο, χρόνο, αέρα, κι ας πνίγεσαι εσύ από όλο αυτό.

 Αλλά αλίμονο. “Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ”, αλλά εσύ δεν είσαι η μάνα του. Και κλαίς όταν ξαναφεύγει. Αλλά σιγά σιγά συνήθισες. Και το φευγιό και το να είσαι μόνη σου. Με και χωρίς αυτόν. Και αρκετά με τον Αντώνη Βαρδή, αρκετά με την Μαρινέλα και τον Πάριο, αρκετά και με τον Παντελίδη. Μόνο Μπόνο ” i can live with or with out-nota”, λες και συνεχίζεις γιατί δεν έχεις χρόνο για άλλο μ-πόνο. Τινάζεις μαλλί μπροστά στον καθρέφτη, πρήζεις τους φίλους, τρως πίτσες, πίνεις πέντε μαργαρίτες, και σιγά σιγά συνεχίζεις. Όσο κι αν ελπίζεις την επιστροφή του, όσο κι αν την φοβάσαι, όσο κι αν θυμάσαι κάποια στιγμή τα αρνητικά που θυμάσαι γίνονται πιο πολλά από τα θετικά. Η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως κι εσύ έμαθες πια, έπαθες και έμαθες. Θύμασαι μια αγγλική ιστοριούλα  που λέει πως “την πρώτη φορά πέφτεις σε μια λακούβα, σηκώνεσαι περπατάς, την ξαναπέφτεις στην λακούβα, ξανασηκώνεσαι, ξαναπερπατάς ξαναμαναπέφτεις στην λακούβα, την επόμενη φορά σηκώνεσαι και αλλάζεις δρόμο”. Κι εσύ άλλαξες. Δρόμο χωρίς αδιέξοδα.

Και ο άσωτος γυρνάει. Σαν τον δολοφόνο που γυρνάει στον τόπο του εγκλήματος. Ίσως για να δει αν άφησε ίχνη, ίσως για να δει αν αποτελείωσε το θύμα. Τα ίχνη του τα έσβησες, το θύμα επέζησε τελικά.

Και κάποια μέρα θα χτυπήσει το κουδούνι, ή το τηλέφωνο και θα δεις ότι είναι αυτός.

-Ξαναγύρισες ε;-νότα”, θα πεις σαν τον  ΛΕ.ΠΑ

-Ναι…, θα πει ολόχαρος

-Και τι θες, τελετή υποδοχής; , θα πεις. Και θα πετάξεις το μπούμερανγκ μακριά ξέροντας πως και να γυρίσει δεν θα είσαι εκεί για να το πιάσεις. Γιατί αυτή τη φορά το “πέταξες” εσύ.