tumblr_me1v59tgAR1qm3tjso1_500

– Μάθε τι ώρα φεύγει.

– Γιατί;

– Θέλω να πάω να την βρω.

Κι έμαθα. Πήρα την φίλη μου την Άννα, την ρώτησα τι ώρα φεύγει το ΚΤΕΛ, έμαθα και πήρα τον φίλο μου τον Γιάννη και του είπα.

Η Άννα και ο Γιάννης είχαν χωρίσει λίγες μέρες πριν την Μεγάλη Βδομάδα. Η Άννα Μεγάλη Τετάρτη θα έφευγε για το χωριό της κάτι που είχε πει στον Γιάννη μια μέρα που πήγε να μαζέψει τα πράγματα της από το σπίτι του.

Ο χωρισμός ήταν οριστικός από την μεριά του Γιάννη, ενώ η Άννα είχε αυτή την ελπίδα πως δεν ήταν χωρισμός αλλά τσακωμός. Ένας ακόμα τσακωμός, λίγο πιο έντονος όμως αυτή την φορά. Στην αρχή είχε αυτή την ελπίδα δηλαδή, αλλά όσο περνούσαν οι μέρες και ο Γιάννης έμοιαζε και ήταν ανένδοτος, δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα και στα μηνύματα της, και έλεγε σε όλους πως “τελείωσε”, η Άννα άρχισε να συνειδητοποιεί πως δεν ήταν “ένας ακόμα τσακωμός”, αλλά πως αυτή την φορά ήταν “ο χωρισμός”.

Έτσι, το τελευταίο μήνυμα που του έστειλε και το μοναδικό που της απάντησε ήταν το πότε θα μπορούσε να πάει στο σπίτι του για να πάρει τα πράγματα της.

Και πήγε.

Και μάζεψε τα πράγματα της.

Και έφυγε έχοντας αποφασίσει να μαζέψει τα κομμάτια της.

 Μερικές μέρες όταν ο Γιάννης είδε πως η Άννα σταμάτησε να του τηλεφωνεί και να του στέλνει μηνύματα και όταν συνειδητοποίησε πως θα φύγει άρχισε να φοβάται πως έχει ήδη “φύγει”. Και αποφάσισε πως “θέλει να πάει να την βρει”. Δεν ήξερε γιατί, δεν ήξερε για τι.

– Αν δεν ξέρεις αν θέλεις να είσαστε μαζί μην της το κάνεις αυτό, μην πας να την βρεις, δεν θα την βοηθήσει κάπου όλο αυτό, του λέγαμε όλοι.

– Θα πάω, μας απαντούσε.

Και πήγε. Έφτασε στον σταθμό του ΚΤΕΛ και παρατηρούσε την Άννα όσο καθόταν και περίμενε την επιβίβαση στο λεωφορείο.

Δεν πήγε να της μιλήσει παρά της φώναξε “Άννα;” την ώρα που ανέβαινε στο πούλμαν.

Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει, έμεινε βασικά να τον κοιτάει κάποια δευτερόλεπτα περιμένοντας να ακούσει κάτι από εκείνον. Που δεν άκουσε.

Μπήκε στο πούλμαν και την ώρα που το πούλμαν ήταν έτοιμο να ξεκινήσει χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Γιάννης.

– ναι; Είπε με ξεψυχισμένη φωνή.

– Άννα; Είπε με αμήχανη φωνή ο Γιάννης.

– τι θέλεις;

– δεν ξέρω.

– γεια.

Το πούλμαν ξεκίνησε και η Άννα μπορεί να μην έμαθε τι ήθελε ο Γιάννης αλλά ήξερε τι ήθελε εκείνη.

Να φύγει.

Μερικά λεπτά χτύπησε μήνυμα στο κινητό της. Από τον Γιάννη.

“Κοίτα δεξιά, είμαι δίπλα από το πούλμαν με το μηχανάκι, στην πρώτη στάση που θα κάνει κατέβα. Έλα πίσω”

Η Άννα ούτε απάντησε, ούτε κατέβηκε, ούτε γύρισε πίσω. Η μόνη επιστροφή που έκανε ήταν όταν τελείωσαν οι διακοπές του Πάσχα.

Αλλά η μόνη επιστροφή που έκανε ήταν στην πόλη, στους φίλους της, στην δουλειά της. Και όχι στον Γιάννη.

– έπρεπε να φύγω, κυριολεκτικά και μεταφορικά για να μου πει να γυρίσω; Αναρωτιόταν.

Δεν ξέρουμε ποια ταινία είχε δει ο Γιάννης και πίστεψε πως ακολουθώντας το πούλμαν που την έπαιρνε μακριά για λίγες μέρες και με ένα “έλα πίσω” που γράφτηκε αλλά δεν ειπώθηκε η Άννα θα γύρναγε.

Δεν ξέρουμε γιατί δεν της μίλησε όταν την είδε και δεν την σταμάτησε πριν φύγει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Και δεν μας είπε ποτέ.

Ξέρουμε μόνο πως μερικοί άνθρωποι είναι σαν τα ποτάμια. Δεν γυρίζουν πίσω.

Ίσως γιατί έμειναν για πολύ καιρό από εκεί που έφυγαν.

Ίσως γιατί περίμεναν να ακούσουν ένα “μείνε” παρά ένα “έλα πίσω”.

Ίσως γιατί περίμεναν να ακούσουν ένα “μείνε” παρά ένα “γύρνα”.

Ίσως γιατί περίμεναν να ακούσουν ένα “ξέρω” παρά ένα “δεν ξέρω”. Ή ίσως γιατί περίμεναν να ακούσουν ένα “δεν ξέρω, έλα να μάθουμε μαζί”, παρά ένα “δεν ξέρω”, στεγνό, που φοβάται και δεν θέλει να βραχεί από το ποτάμι.

Ίσως γιατί προτιμούν να τους θέλουν όσο μένουν παρά να τους θέλουν όταν φεύγουν.

Ίσως γιατί θέλουν να τους θέλουν όταν τους έχουν παρά να τους θέλουν όταν τους χάνουν.

Τα ποτάμια, πολλές φορές και οι άνθρωποι- δεν γυρνάνε πίσω. Πόσο μάλλον όταν κάποιος δεν θέλησε να κολυμπήσει μέσα τους παρά προτίμησε να βρέξει απλά τα πόδια του. Γιατί να γυρίσουν όταν έχουν φύγει; Και για τι;