Οι μέρες που μετράς αντίστροφα μέχρι την άδεια, η τελευταία μέρα στη δουλειά που το μυαλό έχει ήδη εγκαταλείψει το σώμα, η μικρή ζήλια απο αυτούς που γύρισαν απο διακοπές, απο αυτούς που δεν έφυγαν ακόμα. Τα ρούχα που πετάς μέσα στη βαλίτσα άτσαλα, η λίστα που κάνεις στο μυαλό σου για να μην ξεχάσεις κάτι σημαντικό, η αναθεώρηση που τελικά θα κάνεις για το τι είναι σημαντικό.

Ο ενθουσιασμός που μπλέκεται με τον ύπνο και σε παίρνει δύσκολα το προηγούμενο βράδυ, το «δεν πειράζει θα κοιμηθώ στο καράβι», το τελικά να μη βρεις χώρο να ξαπλώσεις στο καράβι, το κατάστρωμα – αχ το κατάστρωμα –  ο αέρας που φέρνει αλμύρα στο σώμα, τα μαλλιά που μπαίνουν στο στόμα, τα νησιά που περνάς ένα ένα μέχρι να φτάσεις στο δικό σου, η πόρτα που ανοίγει σιγά σιγά και αποκαλύπτει το μπλε, τα βράχια, τα δέντρα, τον ήλιο, τις θάλασσες,  τα λιμανάκια, τα σπιτάκια.

Το χάλια δωμάτιο, τα σκληρά σεντόνια, η σκηνή που απο τις 8 την βαράει ο ήλιος, ο φούρνος με τις ζεστές μπουγάτσες, το σκονισμένο fiat, το ωτοστοπ. Η οκ παραλία, η ωραία παραλία, Η ΠΑΡΑΛΙΑΡΑ,  τα γόνατα που ματώνεις για να βρεις την μια και μοναδική, η ομπρέλα που την παίρνει μόνιμα ο αέρας και τελικά την κλείνεις- δε γαμιέται;

Η πρώτη βουτιά που σε ξαναβαφτίζει, τα «μπείτε ρε είναι τέλεια», το 10λεπτο που στέκεσαι με το νερό μέχρι τη μέση και διστάζεις να μπεις, ο βλάκας φίλος σου που θα σε βρέξει, ο πόνος απο τις πέτρες, η άμμος στις πατούσες σου, η άμμος στο μαγιό σου, στα μαλλιά σου, στο στόμα σου, στο βιβλίο σου, το βιβλίο που δεν θες να τελειώσει, ο ύπνος κάτω απο τον ήλιο που σου καίει την πλάτη, το πρόσωπο – σε νοιάζει; Δε σε νοιάζει.

Τα λάδια στο σώμα, ο άσχετος γνωστός που θα δεις όταν δεν το περιμένεις, ο φίλος που μαυρίζει σε 5 λεπτά, ο φίλος που καίγεται ακόμα και με 30αρι αντηλιακό, το παγωτό που λιώνει πάνω στο χέρι σου, η bepanthol, τα λεφτά που τελειώνουν.

Το καρπούζι στη θάλασσα, η μικρή ταβέρνα, το χταποδάκι, η κατακόκκινη ντόματα, η κομμένη με το χέρι πατάτα, το ούζο, η μπίρα, το τσίπουρο- χωρίς γλυκάνισο. Ο κόσμος που αρχίζει να φεύγει κατα τις 6, εσύ που μένεις γιατί ξέρεις, η θάλασσα που γίνεται χρυσή, ο ήλιος που πέφτει και σε κάνει πιο όμορφη, και τον κάνει πιο όμορφο, η παραλία που αδειάζει, η ησυχία, το αεράκι, το ηλιοβασίλεμα (αχ ρε μικρέ πρίγκιπα), τα ηλιοβασιλέματα. Το μπάνιο για να φύγει η αλμύρα, η άμμος χωμένη παντού, το λευκό σημάδι απο το μαγιό, τα μαγιό απλωμένα, οι πετσέτες απλωμένες, το μισάωρο στο μπαλκόνι που αναρωτιέσαι γιατι να μην είναι η ζώη σου πάντα έτσι, το μπαράκι στις 2, το κοκτειλ, το σφηνάκι, το φιλί, τα τρανταχτά γέλια μέσα στα σοκάκια, το ξημέρωμα.

Για 3 μέρες, για 5 μέρες, για 7, για 14, για 20 και ύστερα πάλι πίσω, πάλι να μετράς αντίστροφα μέχρι του χρόνου.

Και του χρόνου.