– γιατί κλαίς; – γιατί πονάω. – πού; στο χέρι, στο πόδι, στο κεφάλι, στην κοιλιά; – όχι. – τότε πού; – μέσα μου. Μέσα μου. Στο κεφάλι μου, στην ψυχή μου, εκεί που δεν φαίνεται και δεν μπορείς να δεις εσύ, εγώ, ή ο γιατρός. Εκεί που κανένα στηθοσκόπιο, καμία γαστροσκόπηση, καμία αξονική ή μαγνητική δεν φτάνει να εξετάσει. Για να βρει τι είναι αυτό που με κάνει να πονάω και να το θεραπεύσει. Δεν το θέλω που πονάω μέσα μου, όπως δεν το θέλω όταν κολλάω κρύωμα, όταν σπάω το χέρι μου, όταν παθαίνω καρκίνο. Αλλά πονάω, και νιώθω καμιά φορά πως όταν λέω “δεν είμαι καλά”, οι αλλοί δεν με πιστεύουν. “Περπατάς και μιλάς, καλά είσαι”. Ξέρω πως δεν μπορώ να τους κάνω να με πιστέψουν ή να με βοηθήσουν να γίνω καλά. Δεν βήχω, δεν έχω πυρετό, δεν φοράω γύψο, δεν μου γράφουν φάρμακα. Για εκείνους είμαι καλά. Αλλά για εμένα δεν είμαι. Και δεν είμαι. Γιατί δεν μπορώ να είμαι αυτό που θέλω, όπως θέλω. Γιατί μπορεί να περπατάω, αλλά δεν έχω ισορροπία μέσα μου. Γιατί μπορεί να μιλάω, αλλά κάτι με κρατάει από το να πω αυτά που θέλω. Γιατί μπορεί να μην βήχω, αλλά κάτι με πνίγει στον λαιμό. Γιατί μπορεί να μην έχω πυρετό, αλλά πολλές φορές νιώθω κάτι να με καίει μέσα μου και να μου δημιουργεί παραλήρημα. Γιατί μπορεί να μην φοράω γύψο, αλλά μέσα μου νιώθω χίλια κομμάτια. Βλέπεις, μπορώ κι εγώ να μην είμαι καλά και να χρειάζομαι θεραπεία.