Όταν πριν από περίπου 15 χρόνια μπήκα στα γραφεία μιας εφημερίδας η οποία δεν υπάρχει πια και ο εκδότης της έχει πλέον πεθάνει, μου έγινε γνωστός από τον διευθυντή  ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να εργαστώ εκεί: Mου είπε λοιπόν ότι θα έπρεπε να πλησιάζω πολιτικά πρόσωπα, άνδρες για την ακρίβεια, να τους κάνω τα γλυκά μάτια – με ότι αυτό συνεπάγεται- να παίρνω πληροφορίες, να μαθαίνω μυστικά και να τα δίνω στον ίδιο για να τα γράφει.

Θυμάμαι ότι μου ήρθε μια αηδία τόσο έντονη, που κοίταξα χαμηλά γιατί δεν ήθελα να τον βλέπω πια μπροστά μου, είδα τις άθλιες λαστιχένιες παντόφλες που φορούσε και κόντεψα να κάνω εμετό. Σκέφτηκα ότι αν ήθελα να γίνω σεξεργάτρια και να έχω νταβατζή θα ήμουν σε άλλο χώρο και όχι σε μια αίθουσα σύνταξης. Αρνήθηκα τη δουλειά, έφυγα και δεν απάντησα στις κλήσεις του. Αυτή ήταν μια όχι και τόσο ρομαντική επαφή που είχα με το αντικείμενο της δημοσιογραφίας όταν ήμουν στα πρώτα μου βήματα. Το είπα στους γονείς μου, γιατί αναρωτήθηκαν ποιος ήταν ο λόγος που αρνήθηκα μια θέση με τόσο καλές προοπτικές – όπως νόμιζαν. Όταν έμαθαν τις συνθήκες εργασίας σοκαρίστηκαν και μου είπαν πως πήρα την σωστή απόφαση.

Αν δεν είναι βία, το να πηγαίνεις κάπου να εργαστείς έντιμα και ο εργοδότης σου να θέλει να σε μετατρέψει σε πόρνη-κατάσκοπο ώστε μετά να καπηλεύεται και το ‘ρεπορτάζ’ σου τότε τι είναι;

Είναι πολλά ακόμη αυτά τα οποία και συνάντησα αργότερα σε αυτή τη δουλειά, όπως και άλλες γυναίκες συνάντησαν στις δικές τους

Δεν μιλούσαμε, ή μάλλον ακόμα κι αν μιλούσαμε αλλά κανείς δεν μας άκουγε. Ίσως η κοινωνία δεν ήταν ακόμη έτοιμη για μια τέτοια αλλαγή, για να αντικρύσει κατάματα όλες αυτές τις καθημερινές εξωφρενικές παρενοχλήσεις που δέχεται μια γυναίκα- και -στον εργασιακό της χώρο. Τώρα όμως, φαίνεται ότι είναι. Και ότι δεν αργήσαμε εμείς να μιλήσουμε, το κατεστημένο άργησε να μπορέσει να μας ακούσει, να ωριμάσει για να καταλάβει ότι τα νταηλίκια, οι προσβολές, οι φωνές, οι εκφοβισμοί και οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις ήρθε η στιγμή να λάβουν τέλος και να μην αποτελούν μια πάγια τακτική απέναντι σε ανθρώπους που θέλουν απλά να κάνουν τη δουλειά τους.

Πριν από λίγα χρόνια, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ένας διευθυντής μου με έσπρωξε από τα νεύρα του μέσα στην αίθουσα σύνταξης και έπεσα πάνω στα γραφεία. Μάλιστα μπροστά στο περιστατικό ήταν και μια συνάδελφός μου. Όταν απευθύνθηκα στον εκδότη για να του κάνει μια σύσταση ώστε να μην ξαναφερθεί βίαια απέναντί μου, η απάντησή του ήταν: “ Μείνε λίγες ημέρες σπίτι σου να ηρεμήσεις.” “Eκείνος με έσπρωξε, εγώ να ηρεμήσω;” του απάντησα.

Η λογική της θυματοποίησης του θύτη ήταν εκεί και φανερά έκδηλη ενώ δεν άκουσα ούτε μια συγγνώμη από κανέναν. Για το πόσες φορές στο γραφείο ενός εργοδότη το χέρι του απλωνόταν και σε χάιδευε χωρίς την έγκρισή σου με αποτέλεσμα να παραιτείσαι αηδιασμένη ή για τον άλλον που σε πίεζε να κάνεις μαζί του σεξ για να μην σε απολύσει και τελικά έχανες τη δουλειά σου επειδή δεν ενέδιδες έχω χάσει το λογαριασμό. Τελικά, βρισκόσουν άνεργη όχι γιατί δεν έκανες καλά την δουλειά σου, αλλά επειδή δεν κοιμόσουν με το αφεντικό. Κι αυτό ήταν κάτι παραπάνω από καθεστώς, ήταν μια –νοσηρότατη- πραγματικότητα για την οποία κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι ευθύνονται και οι γυναίκες οι οποίες την καλλιεργούν.

Nαι, φοβόμασταν και ναι δεν μιλούσαμε, γιατί δεν μας έφθανε που δεν βρίσκαμε ήδη δουλειές επειδή δεν κάναμε σεξ με τα αφεντικά- και μιλώ και επί προσωπικού- αν βγαίναμε και δημόσια και λέγαμε τι συνέβαινε σε κάθε δουλειά, από τις ταπεινώσεις που δεχόμασταν, τη λεκτική και ψυχολογική βία μέχρι και τη σεξουαλική παρενόχληση, ήμασταν πραγματικά καταδικασμένες.

Φαίνεται όμως πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου

Ξέρω κι εγώ λοιπόν πολλούς Κιμούληδες και πολλούς Σπυρόπουλους αλλά δεν τους φοβάμαι πια. Και αν ξέρεις κι εσύ, ήρθε η στιγμή να νιώσεις το ίδιο. Είμαστε πλέον έτοιμες να σταματήσουμε να φοβόμαστε το σηκωμένο χέρι, την προσβολή, την ψυχολογική, την λεκτική βία και την απειλή. Αρκετά κλάψαμε στις τουαλέτες των γραφείων, αρκετά κρύψαμε τα τραύματά μας πίσω από ψυχρά χαμόγελα, αρκετά φύγαμε ντροπιασμένες για το σπίτι.

Με τη Σοφία, με τη Ζέτα, με την κάθε γυναίκα που κάποτε κάποιος νταής χτύπησε το χέρι στο τραπέζι για να την τρομάξει. Είμαστε η γενιά των γυναικών που θα σπάσει τη σιωπή της γιατί «δεν ήταν άχρηστη», «δεν τα ήθελε ο κώλος της», ούτε «τα ζητούσε ο οργανισμός της».

Είμαστε η γενιά των γυναικών που θα βάλει τέλος στους Κιμούληδες και τους Σπυρόπουλους όλου του κόσμου. Για εμάς τις ίδιες, για εκείνες που δεν μπόρεσαν στο παρελθόν και για εκείνες που έρχονται στο μέλλον.

featured photo: Mika Baumeister | Unsplash