tumblr_static_tumblr_static__640-2

Κοιτάω μέχρι εκεί που φτάνουν τα μάτια μου. Μέχρι τον ορίζοντα. Μέχρι εκεί που η θάλασσα ενώνεται με τον ουρανό. Μέχρι εκείνη την ευθεία γραμμή. Που δείχνει το όριο. Που δείχνει που σταματάει η θάλασσα, πού σταματάει ο ουρανός. Σαν το όριο εκείνο που δείχνει πού σταματάω εγώ και πού σταματάς εσύ. Σαν την ευθεία εκείνη γραμμή καρδιογραφήματος νεκρού, καρδιογραφήματος χωρίς παλμούς, χωρίς εντάσεις, χωρίς ζωή. Ορίζοντας. Θάλασσα και ουρανός. Εγώ και εσύ. Και μια γραμμή ευθεία ανάμεσα μας. Να χωρίζει την θάλασσα από τον ουρανό, να χωρίζει εμένα από εσένα. Να μην αφήνει την θάλασσα να ανέβει λίγο πιο ψηλά για να αγγίξει τον ουρανό, να μην αφήνει τον ουρανό να χαμηλώσει για να αγγίξει την θάλασσα. Ενας ορίζοντας, μια γραμμή, ένα όριο που δεν αφήνει την θάλασσα να ανακατευτεί με τον ουρανό. Να θέλει η θάλασσα να γίνει ένα με τον ουρανό, να θέλει ο ουρανός να γίνει ένα με την θάλασσα αλλά να μην μπορούν να προσπεράσουν, να αγνοήσουν τον ορίζοντα, την γραμμή που τους χωρίζει, το όριο. Ποιος έβαλε το όριο; Η θάλασσα; Ο ουρανός; Ποιος φοβήθηκε να αγγίξει τον άλλο και να ανακατευτεί με αυτόν; Ποιος διάλεξε αυτή την ευθεία γραμμή και είπε :” μέχρι εδώ είσαι, μέχρι εδώ είμαι, μέχρι εδώ είμαστε; Δίπλα αλλά χώρια, αντικρυστά αλλά ποτέ κατάματα”. Ποιος δεν μπόρεσε να σβήσει τον ορίζοντα και να γίνει ένα η θάλασσα και ο ουρανός, το νερό και ο αέρας, εγώ και εσύ; Ποιος φοβήθηκε τι θα συμβεί αν ενωθεί η θάλασσα με τον ουρανό, αν ο αέρας σηκώσει την θάλασσα ψηλά, μανιασμένη, αν η θάλασσα πνίξει τον άερα στον βυθό της, αν εγώ γίνω θαλασσα αν εσύ γίνεις αέρας και ανακατευτούμε; Και γίνουμε ένα. Ποιος φοβήθηκε και επέβαλε τον ορίζοντα; Αυτή την ευθεία γραμμή που μας χωρίζει, σαν την ευθεία γραμμή που περπατάνε οι μελλοθάνατοι όταν διασχίζουν το πράσινο μίλι, σαν την ευθεία γραμμή συρματοπλέγματος που αν πιάσει όπως θέλει να περάσει τα όρια τραυματίζεται και κάνει πίσω. Ποιος είναι πιο νεκρός και πιο τραυματισμένος και έβαλε αυτό το όριο ανάμεσα μας; Και ποιος μπορεί να είναι πιο μελλοθάνατος και πιο τραυματισμένος από αυτόν που θέλει να σβήσει τον ορίζοντα όταν οι άλλοι τον θαυμάζουν; Όλοι θαυμάζουν τον ορίζοντα που χωρίζει την θάλασσα και τον ουρανό, γιατί κανείς δεν σκέφτεται πως ο ορίζοντας αυτός χωρίζει την θάλασσα από τον ουρανό. Κανείς δεν σκέφτηκε να σβήσει τον ορίζοντα. Ούτε αυτοί που τον θαυμάζουν, ούτε η θάλασσα, ούτε ο ουρανός, ούτε εγώ, ούτε εσύ. Ίσως γιατί όλοι φοβήθηκαν τι θα συμβεί αν ενωθεί η θάλασσα με τον ουρανό. Και για αυτό και έφτιαξαν τον ορίζοντα. Και τον έκαναν αξιοθαύμαστο. Για να θαυμάζουν αυτό που καλύπτει όσα φοβούνται. Για να σβήσουν την ένωση με μια ευθεία, μονότονη, άτονη γραμμή. Ποιός θα σβήσει τον ορίζοντα; Κοιτάω μέχρι εκεί που φτάνουν τα μάτια μου. Γιατί φοβάμαι να δω μέχρι εκεί που φτάνει η καρδιά μου.