FullSizeRender Ο Ομράν δεν μπορεί να μείνει να πολεμήσει για την πατρίδα του.Γιατί ο Ομράν είναι πέντε χρονών. Γιατί ο Ομράν δεν έχει πατρίδα. Τουλάχιστον όχι την πατρίδα που θα έπρεπε να έχει. Μια πατρίδα που θα του παρείχε ασφάλεια, μια πατρίδα που θα του παρείχε ζωή και ελπίδα. Μια πατρίδα που θα είχε παιδικές χαρές, σχολεία, πάρκα, σπίτι. Σπίτι. Ο Ομράν δεν έχει σπίτι και δεν έχει πατρίδα. Ψάχνει την οικογένεια του, τους φίλους του, τους γείτονες του. Για να φάει, να κοιμηθεί, να παίξει, να διαβάσει παραμύθια, για να ρωτήσει αυτές τις εκατομμύρια ερωτήσεις που ρωτάνε τα παιδιά. “Γιατί βγαίνει ο ήλιος;” “Πού πάει το φεγγάρι όταν φεύγει;” “Γιατί το λεμόνι είναι ξινό;” “Αν μιλήσω στα μυρμήγκια αυτά με ακούνε;” “Υπάρχει κι άλλος κόσμος εκτός από αυτόν που ξέρω;” Δεν ξέρω Ομράν αν υπάρχει κι άλλος κόσμος εκτός από αυτόν που ξέρεις. Δεν ξέρω αν υπάρχει κόσμος. Αυτός είναι ο κόσμος μας Ομράν. Και δεν τον επιλέξαμε. Ούτε για εσένα. Ούτε για τους φίλους σου. Αλλά τον αφήσαμε να γίνει έτσι. Αφήσαμε τον κόσμο να γίνει πόλεμος. Αφήσαμε τον πόλεμο να σου πάρει την πατρίδα. Αφήσαμε να μην έχεις πού να στηριχτείς παρά στα χεριά του διασώστη σου. Μέχρι να σε αφήσει. Όπως σε αφήσαμε κι εμείς. Όπως αφήσαμε τον κόσμο να γίνει πόλεμος. Ομράν, δεν μπορείς να μείνεις να πολεμήσεις για την πατρίδα σου. Αλλά μένεις. Να πολεμάς και να σε πολεμούν. Γιατί δεν έμαθες να κάνεις κάτι άλλο. Γιατί δεν έμαθες την πατρίδα σου, αλλά μόνο τον πόλεμο. Αυτά σου μάθαμε Ομράν. Τον πόλεμο, τον φόβο, το άδικο. Λυπάμαι Ομράν που όταν μεγαλώσεις δεν θα έχεις μνήμες να κοιτάς τον παγκόσμιο χάρτη και να σκέφτεσαι πού θα ταξιδέψεις όταν μεγαλώσεις. Δεν θα έχεις μνήμες να στηρίζεις το κεφαλάκι σου στα χεράκια σου κοιτάζοντας τον παγκόσμιο χάρτη με απορία και να μπορέσεις να χωρέσεις στο κεφαλάκι σου πόσο μεγάλος μπορεί να είναι ο κόσμος. Λυπάμαι. Γιατί έμαθες από πολύ μικρός πόσο μικροί είμαστε εμείς. Μπροστά σου. Λυπάμαι που μεγάλωσες απότομα Ομράν, όταν ήθελες να σκουπίσεις το χεράκι σου από τα αίματα που είχες στο κεφαλάκι σου, και δεν είχες που να το σκουπίσεις. Το χεράκι αυτό που θα έπρεπε να κρατάει παιχνίδια. Το χεράκι αυτό που θα έπρεπε να σπάσει κατά λάθος το αγαπημένο βάζο της μαμάς και να τρέχεις να κρυφτείς για να μην σου φωνάξει η μαμά. Το χεράκι αυτό που θα έπρεπε να κρατάει το αγαπημένο του παραμύθι ζητώντας από κάποιον μεγάλο να του το διαβάσει. Το χεράκι αυτό που θα έπρεπε κάποιος μεγάλος να το κρατήσει. Να το σφίξει. Να το φιλήσει και να ζητήσει συγγνώμη. Λυπάμαι Ομράν που οι μεγάλοι σου έμαθαν πως δεν υπάρχουν παραμύθια. Που αντί να σε πάρουν από το χέρι και να το αφήσουν για να τρέξεις, να παίξεις, να πέσεις και να σηκωθείς σε άφησαν από το χέρι νωρίς. Να πέφτεις και να προσπαθείς να σηκωθείς. Και μόλις πέφτεις σε αφήνουν να ξαναπέσεις. Και να σε σηκώνουν για να σε τοποθετήσουν σε ένα ασθενοφόρο για να είσαι “προσωρινά ασφαλής”. Δεν είσαι εσύ ο άρρωστος Ομράν. Εμείς είμαστε. Δεν θα έπρεπε να είσαι εσύ στο ασθενοφόρο. Εμείς θα έπρεπε να είμαστε. Δεν θα έπρεπε να μας κοιτάζεις χωρίς να μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται, χωρίς να μπορείς να βρεις έναν δικό σου άνθρωπο μέσα στο πλήθος που σε κοιτάει. Εμείς θα έπρεπε να καθίσουμε σε ένα εδώλιο απέναντι σου και να μην μπορούμε να σε κοιτάξουμε στα μάτια. Γιατί θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Εσένα, εμάς. Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε που σου δώσαμε έναν κόσμο που δεν θέλουμε. Που δεν σου αξίζει. Που σε αφήσαμε να κάτσεις στο ασθενοφόρο χτυπημένος. Που σε αφήσαμε να είσαι καλυμμένος με σκόνες και αίματα ενώ τα μοναδικά αίματα που θα έπρεπε να έχεις στα πέντε σου χρόνια θα ήταν αυτά στα γόνατα σου από τις σκανταλιές, από τα πεσίματα ενός παιδιού που περπατάει και τρέχει για να μάθει τον κόσμο. Που σε πήραμε φωτογραφίες αντί να σε πάρουμε μια αγκαλιά. Αυτό θα ήθελες Ομράν. Αυτό σου άξιζε. Αυτό είχες ανάγκη. Κι εμείς αντί να σου το δώσουμε στεκόμαστε ένοχοι απέναντι σου μη μπορώντας να σε κοιτάξουμε στα μάτια και να σου δώσουμε απαντήσεις σε όσα σιωπηλά ρωτάς, σε όσα σιωπηλά φοβάσαι. Μια αγκαλιά ήθελες Ομράν. Παραπάνω από μια πατρίδα. Και στα στερήσαμε όλα. Λυπάμαι Ομράν.