14256218_10154627238049642_959809191_n

Καθόταν σε ένα παραλιακό καφέ στο Γαλαξίδι και απολάμβανε ένα freddo espresso σκέτο, ακριβώς όπως του άρεσε. Απέναντι του καθόταν η γυναίκα του και στην αγκαλιά της κρατούσε το μόλις δύο μηνών μωρό τους. Δίπλα του η μεγάλη του κόρη, ήσυχη ζωγράφιζε και σιγοψιθύριζε ένα παιδικό τραγουδάκι. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή;

Την ησυχία έσπασε η φωνή της γυναίκας του: «Μωρό μου, δεν πάμε σπίτι; Το μωρό κουράστηκε και εγώ ζεσταίνομαι».

Κρίμα, είπε από μέσα του, ούτε τον καφέ μου δεν ήπια. ”Ναι, αγάπη μου πάμε” της είπε. Πληρώσανε και ξεκίνησε να μαζεύει τις ζωγραφιές της κόρης του. Η μικρή μάλλον δε συμφωνούσε και άρχισε να γκρινιάζει να μείνουν λίγο ακόμη. Αυτός υπομονετικά της εξήγησε ότι θ μπορεί να συνεχίσει να ζωγραφίζει σπίτι. Κουνώντας τα χεράκια της για να μην τον αφήσει να μαζέψει τους μαρκαδόρους, έσπρωξε τον καφέ, ο οποίος έπεσε πάνω στα φρεσκοπλυμένα του αθλητικά, και λίγες σταγόνες στο παντελόνι του. ‘Δεν πειράζει‘, σκέφτηκε, ‘παιδί είναι, ζημιές θα κάνει‘. Αφού καθάρισε όσο μπορούσε το παπούτσι του, μάζεψε τις ζωγραφιές και τους μαρκαδόρους, έβαλε όλα τους τα πράγματα στο καρότσι του μωρού και προσπάθησε με μεγάλη δυσκολία να περάσει ανάμεσα από τα τραπέζια για να βγει στο δρόμο, σέρνοντας σχεδόν τη μικρή που ρωτούσε γιατί δεν μπορούν να κάτσουν λίγο ακόμα. Η γυναίκα του ακολουθούσε με το μωρό στην αγκαλιά. Ένας ευγενικός κύριος τον βοήθησε να κατεβάσει το καρότσι στο δρόμο, όταν η γυναίκα του θυμήθηκε ότι ξέχασε στο τραπέζι τα γυαλιά της και του έδωσε στο άλλο χέρι το μωρό για να τρέξει να τα πάρει. Η τσάντα με τις πάνες γλίστρησε από τον ώμο του και έπεσε ανάποδα, αφήνοντας τις μισές πάνες να πέσουν στο δρόμο.

Την ώρα εκείνη, την ώρα που με το ένα του χέρι κρατούσε το καρότσι και το μωρό και με το άλλο το παιδί, την ώρα που οι πάνες είχαν γλιστρήσει στο δρόμο και το παπούτσι και το παντελόνι του ήταν γεμάτο καφέ, από την άλλη κατεύθυνση, σα σε αργή κίνηση εμφανίστηκε ένα ζευγάρι: Ένα αγόρι αδύνατο, με μαλλιά που πέφτανε μέσα στο πρόσωπο του, κρατούσε από το χέρι ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι από αυτά που γυρίζεις ασυναίσθητα να κοιτάξεις, χωρίς να ξέρεις γιατί. Φορούσε ένα τζιν σορτσάκι και ένα λευκό πουκάμισο στενό, τα δυο κουμπιά που ήταν κουμπωμένα έδειχναν έτοιμα να ανοίξουν. Ήταν φανερό ότι δεν φορούσε τίποτα από μέσα. Τα καστανόξανθα μαλλιά της ήταν μαζεμένα με τα γυαλιά της και γελούσε με κάτι που της έλεγε το αγόρι. Πόσο όμορφη ήταν! Την κοίταξε και συνειδητοποίησε ότι, και να ήθελε, δε θα μπορούσε να τη φλερτάρει. Ποιος, αυτός, που όταν έβλεπε μια γυναίκα που του άρεσε, δεν της άφηνε περιθώριο να μην τον προσέξει. Είχε τον τρόπο του… Είδε εκείνη τη στιγμή στα μάτια της την εικόνα του. Σίγουρα δεν ήταν καθόλου γοητευτικός στα μάτια της. Πάγωσε. Από τον Παράδεισο στην Κόλαση σε χρόνο dt, έτσι ένιωσε. Βάλανε όλα τους τα πράγματα στο αυτοκίνητο και κακοδιάθετος οδήγησε μέχρι το σπίτι. Κάθισε στο μπαλκόνι και έφερνε στο μυαλό του τις εικόνες της ανεμελιάς του. Όλα όσα πέρασαν, όλα όσα δε μπορούσε να κάνει πια. Σκεφτόταν την κοπέλα με το τζιν σορτσάκι και την αυθάδεια με την οποία θα τη φλέρταρε πριν από λίγα χρόνια. Σκέφτηκε και το βλέμμα της, που πέρασε από πάνω του σα να ήταν αόρατος. ‘Μπαμπά μου, θα είμαστε μαζί όλα τα καλοκαίρια του κόσμου;‘ ρώτησε η μικρή πίνοντας το χυμό της ενώ παράλληλα μασούσε και το καλαμάκι. «Ευτυχώς που και από την Κόλαση περνάς στον Παράδεισο με την ίδια ευκολία» σκέφτηκε χαμογελώντας.