«Θυμάμαι πως έμαθα να κάνω βουτιές. Με τη θεωρία: να παίρνω αναπνοή, να βάζω το κεφάλι μέσα. Ξανά και ξανά ώσπου ανακάλυψα λεπτομέρειες που δεν μου είχαν πει κι άρχισα να εφαρμόζω τις δικές μου ανακαλύψεις. Την ίδια επιμονή είχα και στο θέατρο.» αφηγείται η Έλλη Λαμπέτη στη Φρίντα Μπιούμπι για το βιβλίο «Τελευταία Παράσταση», τη βιογραφία που εκδόθηκε την Πρωτοχρονιά του 1983.

“Η βιογραφία μιας σημαντικής ηθοποιού πάντοτε έθελγε το φιλοθεάμονα αναγνώστη, ο οποίος επιζητούσε, πολλές φορές εν αγνοία του, την προσωπική του κάθαρση μέσα από τις μυθικές στιγμές που προσφέρονται γενναιόδωρα από το «βίο και την πολιτεία» της μεγάλης ντίβας.” γράφει στο οπισθόφυλλο μιας άλλης βιογραφίας που επιμελείται ο καλός της φίλος Φρέντυ Γερμανός, και εκδίδεται 13 χρόνια μετά από τον θάνατό της.

Η κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου γεννιέται στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα είναι Έλλη Λούκου. Πατέρας της ο Κώστας Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας, και μητέρα της η Αναστασία Σταμάτη.

Το 1928 η οικογένειά της μετακομίζει στην Αθήνα. Δεκατρία χρόνια αργότερα, η Έλλη δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και απορρίπτεται. Ωστόσο, το ταλέντο της αναγνωρίζεται από τη Μαρίκα Κοτοπούλη και σύντομα γίνεται  η αγαπημένη της μαθήτρια. Είναι η χρονιά που επιλέγει και το νέο της επώνυμο, το οποίο το δανείζεται από το «Αστραπόγιανος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Το 1942 κάνει την πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση, στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα εντυπωσιάζει το κοινό με τον «Γυάλινο Κόσμο» στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Την ίδια χρονιά κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι». Το 1948 γνωρίζει και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον πρώτο μεγάλο της έρωτα.

Το 1950 παντρεύεται τον Μάριο Πλωρίτη για να χωρίζουν τρία χρόνια αργότερα αλλά η φιλία τους θα κρατήσει για πάντα. Ο δημοσιογράφος και μεταφραστής είναι εκείνος που την παροτρύνει να συνεργαστεί με τον Δημήτρη Χορν, τον επόμενο μεγάλο της έρωτα. Ο Δήμητρης Χορν, 5 χρόνια μεγαλύτερός της, την έχει απορρίψει στα 16 της στην επιτροπή της σχολής Κοτοπούλη. «Η κοπέλα δεν τα λέει». Λίγα χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Χορν δηλώνει πως «η Έλλη είναι σπουδαία».

«Δεν είχα φίλες. Δεν είχα κανέναν να πω το πρόβλημά μου εκτός από τον Μάριο (Πλωρίτη), ήταν ο άντρας μου. Του λέω “Μάριε, μου συμβαίνει κάτι τρομερό. Τον Χορν τον ξέρεις πώς τον έχω – δεν τον χωνεύω. Δεν χωνεύω τη μάνα του, την ανατροφή του, τα κοσμικά του… αλλά, δες τι πρόβλημα: τον ερωτεύομαι!”» 

«Το Θείο ζεύγος» όπως θα τους αποκαλέσει ο τύπος κάνει το ντεμπούτο του στα γυρίσματα της ταινίας «Κυριακάτικο Ξύπνημα». Με τον δικό τους θίασο, και τον Γιώργο Παππά, ανεβάζουν έργα όπως: «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι», «Το παιχνίδι της Μοναξιάς», κ.α ενώ στη μεγάλη οθόνη, υπήρξαν συμπρωταγωνιστές στην «Κάλπικη Λίρα» (1956) του Γιώργου Τζαβέλα, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956).

Μία ακόμα κινηματογραφική επιτυχία της Λαμπέτη εκείνη την εποχή είναι και «Το τελευταίο ψέμα» (1957) του Μιχάλη Κακογιάννη.

«Είχα ήδη φύγει από το σπίτι. Παίζαμε μαζί στο θέατρο την Κυρία με τις Καμέλιες και δεν μιλιόμασταν. Οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ μας γινόταν με μεσάζοντα. “Πέστε στον κύριο Χορν ότι όταν έχω το κεφάλι κάτω στην τελευταία σκηνή, δεν σημαίνει πως έχω πεθάνει κιόλας. Να μη αντιδράει έτσι, γιατί πεθαίνω αργότερα. Πεθαίνω όταν το χέρι μου πέσει κάτω”» διηγείται στη Φρίντα Μπιούμπι για τη σχέση της με τον Δημήτρη Χόρν που τελειώνει το 1959 ενώ η Έλλη μέχρι τότε έχει χάσει τη μητέρα της, τρία αδέρφια κι ένα μωρό που θα αποκτούσε με τον Χορν.

“Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία εφτά χρόνια. Ωραία, βέβαια, είναι ένας λόγος. Έρωτας με δόντια – τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε συγχρόνως. Ήταν τότε όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο: “Για να δούμε πώς θα ταιριάξουν οι Βερσαλίες με τα Βίλλια”. Δηλαδή ο Χορν με την υψηλή του καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα… Και νομίζω ότι δεν είχε κι άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγωγής, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις βαθύτερες αιτίες που τελικά χωρίσαμε.”

Τότε έρχεται η γνωριμία της με τον Aμερικανό συγγραφέα Γουέικμαν, ο οποίος υπήρξε ο επόμενος σύζυγός της έως το 1976.

Το 1963 μαζί με τον Μιχάλη Κακογιάννη ταξιδεύουν ως το Hollywood όπου η “20th Century Fox” της κάνει επίσημη πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει με τον Gregory Peck στην ταινία «οι 7 μέρες του Μάη». Τα γυρίσματα θα άρχιζαν σε τρεις μήνες, το συμβόλαιο θα ήταν πολυετές, αλλά η αγάπη της για την Ελλάδα και για το θέατρο στη μητρική της γλώσσα δεν την άφησαν να πει το «ναι».

Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση της στη ζωή της ηθοποιού το 1969. Η προσπάθεια υιοθεσίας της μικρής Ελίζας και η δικαστική απόφαση που την υποχρεώνει να επιστρέψει το παιδί, μετά από 4 χρόνια στους φυσικούς γονείς του οδηγεί την ηθοποιό σε μελαγχολία, που την κρατά μακριά από το θέατρο.

Έντεκα χρόνια μετά, το 1980, ο καρκίνος εμφανίζεται ξανά στη ζωή της Έλλης Λαμπέτη με τις χημειοθεραπείες να πλήττουν τις φωνητικές της χορδές και να χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν τα «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στον ρόλο της κωφής Σάρα.

«Τί περίεργο – δεν είναι; – που η αρρώστια μου πήρε πρώτο ό,τι ωραιότερο είχα: Είχα ωραίους ώμους, ωραίο στήθος – τώρα είμαι άδεια εδώ, κομμένα όλα. Είχα ωραία μαλλιά – και τα μαλλιά μου έπεσαν. Και μετά η φωνή. Τώρα δεν μπορώ πια να παίξω. Τέλος.» διηγείται στη Φρίνα Μπιούμπι. 

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στις 7.30′ το πρωί η αγαπημένη ηθοποιός αφήνει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 η Έλλη Λαμπέτη κηδεύεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.