Το Demolition είναι η τελευταία ταινία στην οποία εμφανίστηκε – και πρωταγωνίστησε – ο Jake Gyllenhaal (Prisoners, Zodiac, Donnie Darko…) και πρόκειται για μία ιστορία ιδιαίτερη. Όχι πιο ιδιαίτερη ωστόσο από την ίδια τη ζωή.

Ο Davis, τον οποίο ενσαρκώνει ο Gyllenhaal, είναι ένας επιτυχημένος επενδυτής, παντρεμένος με τη γυναίκα του αφεντικού του. Όταν αυτή πεθαίνει σε ένα τραγικό τροχαίο (ήταν μάλιστα μαζί του στο αμάξι), η ζωή του παίρνει άλλο χρώμα και το μυαλό του μοιάζει να ακροβατεί μεταξύ παραλόγου και ευφορίας. Ως αφετηρία του αλλόκοτου μονοπατιού που ακολουθεί ο πρωταγωνιστής, στέκεται το γράμμα παραπόνου που στέλνει σε μια εταιρεία με αυτόματους πωλητές, το οποίο εξελίσσεται προοδευτικά σε ειλικρινή αφήγηση των συναισθημάτων και των τελευταίων γεγονότων της ζωής του. Μέσα από αυτό και τα υπόλοιπα γράμματα που θα ακολουθήσουν, ο Davis τραβά την προσοχή της Karen (Naomi Watts), υπεύθυνης για την εξυπηρέτηση πελατών, και μεταξύ τους αναπτύσσεται μια θερμή φιλία.

Η Karen ανοίγει το σπίτι της στον Davis, κι αυτός με τη βοήθεια τη δική της και του έφηβου και αντιδραστικού γιου της, αντιμετωπίζει το πένθος και έρχεται σε επαφή με έναν πιο αυθεντικό, παρορμητικό εαυτό.

Στο Demolition βλέπουμε έναν άντρα να στέκεται με πρωτοφανή απάθεια (άρνηση θα έλεγε κανείς) μπροστά στο χαμό της γυναίκας του. Ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, ενώ μοιάζει απελευθερωμένος από μια συμβατική και συμβιβαστική ζωή, που απλώς ήταν «εύκολη» γι’ αυτόν. Τα flashbacks τα οποία έχει συχνά από στιγμές οικειότητας με τη γυναίκα του, μας μεταφέρουν πάντως το κλίμα του μουδιάσματος, αυτό που είναι τόσο συνυφασμένο με την απώλεια.

smash

Το πιο σημαντικό όμως μοτίβο της ταινίας είναι αυτό της καταστροφής. Καλύτερα, της κατεδάφισης της ως τώρα ζωής του Davis, η οποία συντελείται με τα ίδια του τα χέρια σε κατάσταση μανίας και σωματοποιείται όταν ο ίδιος καταπιάνεται με την αποσυναρμολόγηση κάθε συσκευής που θα πιάσει στα χέρια του και τελικά της ίδιας της διάλυσης του σπιτιού του.

Αυτή η ταινία σε βάζει σε σκέψη για το πόσο διαφορετικά μπορεί κανείς να βιώσει το πένθος. Μια οποιαδήποτε μεγάλη απώλεια, όχι απαραίτητα θάνατος, μοιάζει με ένα απρόβλεπτο παλιρροϊκό κύμα στη ζωή μας. Στην αρχή του δεν μπορείς να υπολογίσεις πόσο βαθιές θα είναι οι συνέπειες. Απλώς παρασύρεσαι από το νερό, ανήμπορος να διαχειριστείς τις νέες συνθήκες, μουδιασμένος και σε μια συνεχή προσπάθεια να αναπνεύσεις φυσιολογικά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Όταν κοπάσουν τα κύματα το τοπίο μοιάζει ολότελα διαφορετικό. Αλλά ίσως η οδύνη της καταστροφής να οδηγεί σε μεγαλύτερη άνθιση ύστερα, αφού συχνά απαιτείται ένα συθέμελο ταρακούνημα για να σε ξυπνήσει από το άλλο μούδιασμα, του «βολέματος» και του συμβιβασμού πάσης φύσης.

Τέλος έρχεται η στιγμή που σηματοδοτεί την επούλωση των πληγών σου, και ταυτίζεται με την προσπάθεια σωστής συμφιλίωσης με το παρελθόν. Όπως και στην ταινία, όπου τελικά ο πρωταγωνιστής βρίσκει τον κατάλληλο για εκείνον τρόπο να τιμήσει τη μνήμη της γυναίκας του, αξιοποιώντας τις αναμνήσεις του κι όσα εκείνη αγαπούσε να κάνει. Γιατί όσο κι αν σαρώσει τα πάντα η απώλεια, μετά την ύφεση της καταιγίδας θα έχεις πάντα την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Έως ότου βρεις το κομμάτι που συμπληρώνει τον κύκλο και νιώσεις πραγματικά έτοιμος ψυχολογικά να προχωρήσεις σε άλλους κύκλους.