Ένας άντρας που έφτασε πολύ κοντά στο να χάσει τη σύζυγό του ενώ εκείνη γεννούσε, συνειδητοποίησε ότι παραλίγο να χάσει τα πάντα και έγραψε ένα γράμμα για να καταγράψει όσες σκέψεις του πέρασαν εκείνη την ώρα από το μυαλό.

Όταν το καλοκαίρι η σύζυγος του Dawson Willford, η Jacqueline, εισήχθει εσπευσμένα στο νοσοκομείο με εντολή επείγουσας καισαρικής, έφτασε πολύ κοντά στο να χάσει τη ζωή της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ευτυχώς και για εκείνη και το νεογέννητο γιο της και οι δύο επανήλθαν αλλά ο Dawson τρόμαξε πολύ και θέλησε να της δείξει πόσο την αγαπάει και πως ένιωσε εκείνες τις στιγμές.

Με ένα Facebook post, ο Dawson έγραψε για όλα εκείνα τα σημαντικά στη σχέση του με την γυναίκα του και στη σημασία της οικογένειας τους. Ένα ποστ που έγινε share 46.000 φορές.

“Στις 7 Ιουλίου 2016, στις 00:13 η γυναίκα μου πέθαινε” έγραψε. “Μόλις είχε εισηχθεί στο νοσοκομείο με επείγουσα εντολή για καισαρική, κάθισα δίπλα της ενώ αιμορραγούσε και θυμόμουν κάθε καυγά που είχαμε και όσα δεν έκανα ποτέ για εκείνη. Ήθελα να σταματήσουν όλα και να αρχίσουν ξανά από την αρχή, για να τα κάνω σωστά αυτή τη φορά. Να κάνουμε τα ταξίδια που μου ζητούσε, τις τρέλες που δεν κάναμε γιατί ήμουν ο πιο συγκρατημένος. Να διαβάζουμε μαζί, να έχουμε ποιοτικό χρόνο μαζί, να μη ξεχνάω τις επετείους μας, να της παίρνω λουλούδια, και το πιο σημαντικό; να της λέω πόσο όμορφη είναι και πόσο την αγαπώ κάθε μέρα.

Και συνεχίζει: “Δε μπορώ να εξηγήσω πόσο τρομαγμένος ήμουν. Στεκόμουν μπροστά της στην αίθουσα τοκετού, μόλις που της είχαν πάρει το μωρό και ένιωθα ότι ερχόταν η ώρα να της πω το τελικό αντίο. Τι μπορείς να πεις σε κάποιον όταν ξέρεις ότι είναι τα τελευταία λόγια που θα του πεις; Προσπαθούσα πολύ να την πείσω ότι όλα θα είναι εντάξει. Προσπαθούσα να μη κλαίω, να χαμογελάω και να της εξηγώ ότι όλα είναι μέρος από τυπικές διαδικασίες μιας επείγουσας καισαρικής. Όταν πια έκανε σπασμούς, νοσοκόμοι και γιατροί με έδιωξαν από δίπλα της, την πήραν και εγώ μουρμούριζα και παρακαλούσα τον θεό να μην μου την πάρει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ καν ότι μόλις είχε γεννηθεί ο γιος μας. Ότι έπρεπε να είμαι δυνατός για την οικογένεια μας.

“Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο και περίμενα για δέκα λεπτά ενώ δεν ήξερα εάν πρέπει να παραιτηθώ ή εάν πρέπει να συνεχίσω να προσεύχομαι με όλη μου τη δύναμη. Έχασε ένα λίτρο αίμα μέσα σε 2”. Και αυτό έγινε μερικές φορές ακόμα. Το μόνο που ήθελα ήταν να την αρπάξω και να τρέξουμε μακριά από το νοσοκομείο. Άκουγα τις φωνές των γιατρών, ποδοβολητά, ήξερα ότι πεθαίνει σε εκείνο το δωμάτιο και δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Πέθαινα και εγώ μαζί της.

“Με πήγαν στην εντατική μωρών που ήταν ο γιος μου. Απέξω είδα τη μητέρα μου και τις οικογένειες μας. Ήθελα κάποιος να με κρατήσει. Κάποιος να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Προσπαθούσα να μη τους δείξω πως είναι τα πράγματα, αυτό έβρισκα σωστό εκείνη την ώρα, ίσως επειδή δε το πίστευα και εγώ. Ίσως έπρεπε να τους το πει κάποιος άλλος. Όχι εγώ. Δύο λεπτά αφού έκατσα μαζί τους η μητέρα μου με ρώτησε ”πως είναι η Jackie;’’

“Είπα ψέματα ότι ακόμα δεν ήξερα πολλά. Ήξερα ότι τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όταν μου επέτρεψαν να ξαναμπώ στο δωμάτιο της γυναίκας μου, στη διαδρομή μέχρι να πάω εκεί λύγισα. Δεν ήθελα να το περάσω ξανά μόνος μου όλο αυτό. Στα πέντε βήματα έκλαιγα με λυγμούς. Η οικογένεια μας ήρθε κοντά μου και έπρεπε να κρατηθούμε καλά γιατί ο γιος μας έπρεπε να νοσηλευτεί ώστε να ανταπεξέλθει σ αυτή την απρόοπτη αρχή της ζωής του.

Και τότε ο γιατρός μου είπε ότι όλα είναι καλά. Και τότε εγώ γεννήθηκα ξανά, εκεί στην αγκαλιά της οικογένειας μας. Έτρεξα στη γυναίκα μου και υποσχέθηκα πως από εδώ και πέρα θα είμαι πιο πιστός. Σ αυτό που πιστεύω εγώ. Όπως το πιστεύω, με τον δικό μου τρόπο. Αλλά μόλις είχα ζήσει ένα θαύμα.

Πλέον και οι δύο είναι καλά. Και πιστεύουμε στα θαύματα.”