Βράδυ Σαββάτου, Δεκέμβρης, σε μια boîte στο Σύνταγμα
Είχα έρθει σαν τον κυνηγημένο για να σε βρω, αμέσως μόλις μου έστειλες μήνυμα. Τόσο πολύ ήθελα να σε δω, που δεν σχολίασα καν την επιλογή του μέρους. Κι ας σε είχα πειράξει, λίγο καιρό πριν, λέγοντάς σου ότι εγώ δεν πάω σε τέτοια μέρη γιατί εκεί μέσα θα βρίσκαμε μόνο ανθρώπους της ηλικίας των γονιών μου ή/και ψευτοκουλτουριάρηδες, δήθεν εναλλακτικούς τύπους του… «ποιοτικού». Άσε που, ως ψυχαναγκαστικός τύπος, έχω ήδη αρκετά κουτιά στη ζωή μου (αν και αμφιβάλλω αν έπιασες το λογοπαίγνιο γιατί σιγά μην ξέρεις ότι boîte σημαίνει κουτί!).
Ήρθες να με πάρεις απ’ το μετρό γιατί δεν ήξερα πώς να έρθω μέχρι εκεί και οι οδηγίες σου κάθε άλλο παρά κατατοπιστικές ήταν. Πάλι καλά γιατί, ακόμα και με χάρτη, δεν υπήρχε περίπτωση να το βρω μόνος μου εκεί που ήταν χωμένο! Όπως το περίμενα φυσικά, το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο, όμως κατέπνιξα την έμφυτη τάση μου για γκρίνια και δεν είπα κουβέντα για να μην στο χαλάσω. Καθίσαμε σε μια γωνία και ήμουν χαρούμενος απλώς και μόνο επειδή καθόσουν δίπλα μου, επειδή σε ένιωθα κοντά μου, ένιωθα τους ώμους μας να ακουμπούν… Ο χώρος ήταν τόσο μικρός που δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε καλά καλά, αλλά, από μέσα μου, ευγνωμονούσα την τύχη μου γι’ αυτήν την «στενότητα» γιατί έτσι, εκ των πραγμάτων, αναγκαζόμασταν να είμαστε ο ένας πολύ κοντά στον άλλο είτε το θέλαμε είτε όχι. Μου μιλούσες περί ανέμων και υδάτων κι εγώ σου απαντούσα χωρίς να σου λέω τίποτα σημαντικό. Ειλικρινά, πιστεύω ότι ακόμα και αν με ρωτούσες εκείνη την ώρα, είναι πολύ πιθανό να μην ήξερα να σου πω για ποιο πράγμα ακριβώς μιλούσαμε. Απλώς κοιτούσα τα μάτια σου και ένιωθα να χάνω, σιγά σιγά, την επαφή μου με τον κόσμο.
Έπαιζα με τον αναπτήρα σου από την αμηχανία μου, για να κρατάω τα χέρια μου απασχολημένα· αυτό τo θυμάμαι πολύ καθαρά! Είχα την αίσθηση ότι, από κάπου στο βάθος, άκουγα κάποιον να τραγουδάει αλλά δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία μέχρι που, κάποια στιγμή, η κοπέλα που τραγουδούσε άρχισε να λέει το “Αυτή η νύχτα μένει”… Σταμάτησα να σε κοιτάζω. Στράφηκα και κοιτούσα προς το μέρος της χωρίς να τη βλέπω πραγματικά μόνο και μόνο για ν’ αποφύγω το βλέμμα σου. Γιατί ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου -έρχονται πάντα μ’ αυτό το τραγούδι- και δεν ήθελα να με δεις να κλαίω. Δεν τα κατάφερα… “Κλαις;”, μου ψιθύρισες στ’ αυτί. Μία λέξη μόνο. Εγώ δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω καμία. Δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Κούνησα μόνο καταφατικά το κεφάλι… Μου έπιασες το χέρι. Στα κρυφά. Κάτω απ’ το τραπέζι. Νόμιζα ότι ήθελες πίσω τον αναπτήρα. Στον έδωσα και έκλεισες το χέρι σου. Το τράβηξες… Δεν είπες άλλη κουβέντα. Μόνο έστριψες τσιγάρο, το άναψες και βυθίστηκε ο καθένας μας στη σιωπή και στις σκέψεις του.
Από τότε, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, σκέφτομαι εσένα και αναρωτιέμαι αν εκείνο το βράδυ… ήταν το χέρι μου που αναζητούσες κάτω απ’ το τραπέζι και όχι ο αναπτήρας σου…