Έχω ένα αγαλματάκι, μια παλάμη ύψος, που μου έφερε μια φίλη από τη Ζιμπάμπουε. Δείχνει δυο ανθρώπους με μεγάλα μάτια, μεγάλες μύτες και λυπημένα στόματα. Τα πρόσωπά τους είναι κολλημένα το ένα στο άλλο και τα χέρια τους σφιχτά τυλιγμένα γύρω τους. 

Είναι ένα ζευγάρι λυπημένο. Ποιος ξέρει τι πάει στραβά, δεν ξέρω πώς είναι η ζωή στη Ζιμπάμπουε και τι σκεφτόταν ο τεχνίτης που το σκάλισε. Οικονομικά προβλήματα; Πείνα; Κάποιο θάνατο; Προβλήματα με τα παιδιά τους; Δεν ξέρω. Σίγουρα όμως είναι στενοχωρημένοι.

Μα κάθε φορά που τους κοιτάζω, η λύπη τους μου γίνεται και κάτι σαν χαρά. Γιατί πήραν τη λύπη τους και την έκαναν λόγο να αγκαλιαστούν σφιχτότερα. Τους ήρθε μια δοκιμασία κι ενώθηκαν για να βρουν κουράγιο να την αντιμετωπίσουν. Δεν την άφησαν να μπει ανάμεσά τους και να τους διαλύσει.

Κι αυτό είναι τόσο όμορφο.

Γιατί τι άλλο να είναι στ’ αλήθεια μια σχέση από το μόνιμο αγκάλιασμα δυο ανθρώπων που αγαπιούνται;

«Ξέρω, κοιμάται βαριά με το παιδί στο πλάι και με περιμένει να το πάω στο κρεβάτι του και να ξαπλώσω δίπλα της, να με αγκαλιάσει και να με ζεστάνει, μπλέκοντας τα πόδια της στα δικά μου κι έτσι να κοιμηθούμε. Δυο λυπημένα φίδια που βυθίζονται σε νάρκη[…]. Αλλά δεν υπάρχει κόλαση όπου υπάρχει αγάπη. Δεν υπάρχει παράδεισος, κάποτε, παρά την αγάπη. Αρκεί, όμως, που υπάρχει αγάπη: αυτό το διαρκές καθαρτήριο».

Μιχάλης Γκανάς, «γυναικών – μικρές και πολύ μικρές ιστορίες», Εκδ. Μελάνι, 2010

Διάβασε ακόμα:

Το συρραπτικό


Featured image: Unsplash/Jairph