pagkakisavoirville7

Όλα άρχισαν χρόνια πριν, μ’ ένα «θες να γίνουμε φίλοι;». Δεν ξέρω αν ήταν η τύχη, η παιδική αθωότητα ή οι συγκυρίες που μας ένωσαν τότε, και έπειτα ο χρόνος που έβαλε την τελική του υπογραφή και το οριστικοποίησε. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το δικό μας παρεάκι. Ένα παζλ με κομμάτια τόσο διαφορετικά, που ένας τρίτος θα αναρωτιόταν αν υπάρχει σημείο επαφής. Όταν βρισκόμασταν όμως, με έναν μαγικό τρόπο αλληλεπιδρούσαμε και έβγαινε ένα αρμονικό σύνολο. Είχαμε ένα κοινό: πολλή τρέλα, φαντασία και τάσεις φυγής.

Ήταν το στέκι μας αυτό που έδινε τη λύση. Ένα παγκάκι στη μέση του πουθενά. Τρέχαμε εκεί με την πρώτη ευκαιρία για να «χαθούμε» λίγο απ’ όλα. Να μπορούμε ελεύθερα σ’ αυτό για να περιπλανηθούμε στα όνειρά μας και ξεδιπλώνοντας ο καθένας το δικό του, έβαζε και τον άλλον σε αυτό, ώσπου έπαιρνε πρόθυμα τη σκυτάλη ο επόμενος και το συνέχιζε προσθέτοντας τη δική του πινελιά και τελικά γινόταν μέρος του.

Κάθε φορά λέγαμε πως ήμασταν και σε άλλη χώρα – λέγαμε και το όνομα μιας χώρας και με τη δύναμη της φαντασίας τη δημιουργούσαμε όπως κάθε φορά θέλαμε, και το ταξίδι ξεκινούσε. Δεν θέλαμε πολλά, μόνο να μεγαλώσουμε και να παραμείνουμε αχώριστοι. Όταν ήμασταν μικροί βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Τώρα, να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Η ειρωνεία της ζωής. Μας γοήτευε η ζωή των μεγάλων. Όσο συναρπαστική φαντάζει μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Αναρωτιέμαι τώρα το γιατί. Μάλλον δεν ξέραμε για το κυνηγητό μαζί της, για το τι συνεπάγεται.

Μόνη μας έγνοια τότε, το παιχνίδι. Το πρωί στο σχολείο, πότε θα χτυπήσει το κουδούνι να ξεχυθούμε στις αυλές, να παίξουμε μπάλα, κλέφτες και αστυνόμους, εκείνα τα ατελείωτα κυνηγητά στους διαδρόμους μέχρι να μείνουμε ξέπνοοι. Το απόγευμα, να τρέξουμε στο στέκι μας, στο παγκάκι μας. Παρακάλια για λίγο ακόμη. Και ήταν τα πάρτυ το συνταρακτικό γεγονός που έσπαγε την καθημερινότητα.

Και κύλησε ο χρόνος χαράζοντας ανεξίτηλα στιγμές και χαμόγελα όπως τα αρχικά μας σ’ εκείνο το παγκάκι δίπλα στο πάρκο… Μεγαλώσαμε. Δεν ήταν όπως το περιμέναμε. Η ξενοιασιά των παιδικών μας χρόνων, μακρινή γλυκιά ανάμνηση πια, τώρα ευθύνες, αδιάκοπο κυνηγητό, μια νέα ζωή που δεν είχε την πολυτέλεια όλα να τα χωρά. Μετά χάθηκε ο καθένας μας στην καθημερινότητά του. Χόρευε στους ρυθμούς της. Άλλαξε το στέκι, αλλάξαμε εμείς όπως και όλα γύρω μας. Μπορεί να μειώθηκε η συχνότητα, να μεσολάβησαν κενά διαστήματα, αλλά μείναμε εμείς. Σε σημαντικά γεγονότα και αποφάσεις της ζωής του καθενός, γινόταν ένα αιφνίδιο και δυναμικό comeback που δυνάμωνε το δέσιμο – ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Γιατί μαζί μας ήθελε να μοιραστεί το καθετί, για να ‘χει αξία, νόημα. Είχε εκπληρωθεί το όνειρο.

Τι έμεινε ίδιο; Η λαχτάρα μας να βρεθούμε, οι ατελείωτες συζητήσεις μας για τις σχέσεις, να αναλωνόμαστε για το αν μας θέλει και γιατί δε στέλνει, απογοητεύσεις και έρωτες στο τραπέζι, η υπερανάλυση των πάντων, όλα στο μικροσκόπιο. Κι εκείνο το παγκάκι σιωπηλός μάρτυρας να μας τα θυμίζει. Το στέκι μας μπορεί να αλλάξει, να γίνει μπαράκι, καφετέρια, αλλά πάντα θα παραμένει το σημείο που θα ανατρέχουμε για να συναντηθούμε και ν’ αρχίσει το ταξίδι. Εκεί, θα γινόμαστε πάλι παιδιά έστω και για λίγο. Γιατί σημασία δεν έχει το μέρος αλλά η παρέα.