Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μία σκηνοθέτης που δίκαια ξεχωρίζει. Δουλεύει σκληρά, βυθίζεται στα κείμενα, έρχεται αντιμέτωπη με τα ερωτήματα και την ουσία τους και τα μοιράζεται μαζί μας, δημιουργώντας εξαρχής ένα νέο θεατρικό σύμπαν που μαγεύει, συγκινεί, κινητοποιεί. Μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις της για τον Φάουστ, την αόριστη ανθρώπινη φύση και την χειροποίητη τέχνη του θεάτρου. Την συναντήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο θέατρο, στον χώρο της.

Ο Φάουστ είναι ένα έργο πολύ αυξημένων απαιτήσεων και πυκνών νοημάτων. Πώς το προσεγγίσατε; Όντως είναι ένα έργο αυξημένων απαιτήσεων για πολλούς λόγους. Πρώτον έχει μεγάλο πλούτο νοημάτων και θεμάτων που αγγίζει. Δεύτερον είναι γραμμένο σε έμμετρο ποιητικό λόγο και ομοιοκατάληκτο τις περισσότερες φορές, πράγμα το οποίο απαιτεί ειδική άσκηση από τους ηθοποιούς. Τρίτον γιατί το έργο είναι γραμμένο έτσι που είναι σαν να διατρέχει όλα τα θεατρικά είδη, είναι ένας φόρος τιμής στην ιστορία του θεάτρου κατά κάποιο τρόπο. Αλλάζει ύφος από σκηνή σε σκηνή και αυτό είναι μία μεγάλη δυσκολία για τον σκηνοθέτη. Τέταρτον γιατί είναι τεράστια η έκτασή του. Μόνο το πρώτο μέρος αποτελείται από 4.612 στίχους. Πριν καν φτάσεις στην πρόβα, μέχρι να καταλήξεις στην τελική μορφή του κειμένου που θα χρησιμοποιήσεις έχει πολύ δουλειά. Αυτοί είναι ενδεικτικά κάποιοι από τους λόγους που το καθιστούν απαιτητικό έργο. Βέβαια, δεν του αφαιρούν τίποτα από τη μαγεία του και την γοητεία του που είναι τεράστια και σου ασκεί μία ακατανίκητη έλξη. Εμείς προσπαθήσαμε να μην χαθεί τίποτα από την ομορφιά του λόγου και δουλέψαμε πάρα πολύ με τους ηθοποιούς με κέντρο τον λόγο. Σύμφωνα με την δική μας ματιά, θα έθετα δύο κεντρικούς νοηματικούς άξονες. Ο πρώτος είναι ότι ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής είναι το ίδιο πρόσωπο. Σαν να είναι ο Μεφιστοφελής το alter ego, η σκοτεινότερη πλευρά του Φάουστ, η οποία τον βρίσκει σε εκείνη την φάση της ζωής του που είναι ώριμος να περάσει σε αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων. Στην πρώτη σκηνή ο Φάουστ γέρος, είναι έτοιμος να δώσει τέλος στην ζωή του γιατί ενώ έχει περάσει όλα του τα χρόνια μελετώντας, νιώθει εντελώς άχρηστος και πως δεν έχει ζήσει πραγματικά τίποτα. Στην ουσία εκείνος καλεί τον Μεφιστοφελή. Ο δεύτερος άξονας όπου βασίζεται η προσέγγισή μας είναι ο περίγυρος, η κοινωνία από την οποία προέρχονται ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής, η οποία αποτελείται από ανθρώπους απεγνωσμένους που κι αυτοί ψάχνουν -χωρίς το πνευματικό βάθος του Φάουστ- το νόημα της ζωής.

Ποια στοιχεία του έργου αφορούν τον σύγχρονο θεατή; Πώς συμβάλλουν στον σύγχρονο προβληματισμό; Πιστεύω όλα τα στοιχεία του έργου γιατί πραγματικά έχει ένα ανεξάντλητο πλούτο νοημάτων, τα οποία συνομιλούν ακέραια με τον σημερινό θεατή και ακριβώς αυτό είναι που καθιστά τον Φάουστ ένα μεγάλο έργο. Δεν έχει ανάγκη επικαιροποίησης. Είναι κλασικό έργο με την έννοια ότι αντέχει στον χρόνο γιατί τα νοήματά του είναι τόσο κατακόρυφα, που όσο κι αν εμείς νιώθουμε ότι τα σκαλίζουμε και κάπως τα μοιραζόμαστε κάτω από την δική μας ματιά, είναι ανεξάντλητα. Είναι αιώνια ερωτήματα για το νόημα της ζωής, για το τι σημαίνει να ζεις, τι είναι η ευτυχία, τι είναι ο έρωτας ή ο θάνατος. Αυτά τα πράγματα δεν απαντιούνται ποτέ και κάθε εποχή τα βλέπει υπό το δικό της πρίσμα. Μοιραία κι εμείς τα βλέπουμε μέσω της εποχής μας γιατί είμαστε άνθρωποι που ζούμε και αναπνέουμε στο σήμερα. Χωρίς βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι προσπαθήσαμε να κάνουμε κάποια επικαιροποίηση, ούτε εικαστική, αλλά ούτε και αισθητική γενικότερα.

Βλέπουμε στο έργο ότι η έννοια του ανθρώπου είναι ευρύχωρη. Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε το καλό ή το κακό; Αυτό είναι ένα ερώτημα που με είχε απασχολήσει και παλιότερα στον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν του Μπρεχτ, το αν γεννιέται κάποιος καλός και η κοινωνία, οι συνθήκες ή οι συγκυρίες τον κάνουν φαύλο. Εκεί φυσικά η κατάθεση του Μπρεχτ ήταν σαφής ως προς την καπιταλιστική επιρροή στον άνθρωπο. Εδώ είναι ένα βαθιά φιλοσοφικό έργο και η θεώρησή μας είναι και πάλι υπαρξιακή. Κατά την γνώμη μου ενυπάρχουν μέσα μας διάφορα στοιχεία που καλλιεργούνται όσο περνάει ο καιρός σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσές μας -οικογένεια, φίλοι, περιβάλλον γενικότερα. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όμως, ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με ορισμένα χαρακτηριστικά και κάποιοι άλλοι όχι.

Gia to Savoir Ville

Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ευτυχία; Μπορεί κάποιος να φτάσει στο τέλος πλήρης και δικαιωμένος; Συζητώ συχνά με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που με τιμούν με την φιλία τους και βλέπω ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που φτάνοντας στην δύση της ζωής τους, παρά τις δύσκολες συγκυρίες ή και τραγωδίες ακόμα που έχουν ζήσει, έχουν την αίσθηση ότι υπήρχαν στιγμές ευτυχίας στη ζωή τους. Όχι τόσο ότι έζησαν έναν ευτυχισμένο βίο -αυτό ομολογώ ότι δεν έχω συναντήσει κανέναν που να το πει- αλλά ότι μπορούν να απομονώσουν κάποιες στιγμές ή περιόδους της ζωής τους που ένιωθαν πληρότητα. Η ευτυχία είναι κάτι πολύ προσωπικό και κατά τη γνώμη μου δεν είναι κάτι που διαρκεί. Οι άνθρωποι που μιλούν για ευτυχία, μιλούν συχνά για μία ξέγνοιαστη περίοδο ή τρομερά δημιουργική. Αυτό δεν σημαίνει απολύτως ευτυχία. Μάλλον είναι κάτι στιγμιαίο που όσο γρήγορα γεννιέται, τόσο γρήγορα πεθαίνει. Είναι κάτι σαν το θέατρο που γίνεται, χάνεται και ο καθένας το καταλαβαίνει διαφορετικά. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το κληροδοτήσεις, είναι κάτι ανεπανάληπτο. Έτσι είναι και η ευτυχία. Σαν σπινθήρας. Άλλοτε τη βρίσκεις, άλλοτε τη χάνεις για καιρό.

Ίσως αυτό είναι που μας κάνει να πηγαίνουμε παρακάτω. Σίγουρα. Αυτό είναι κι ένα από τα θέματα που πραγματεύεται το έργο: Η ανάγκη του ανθρώπου να κατακτήσει περισσότερες κορφές ή να γευτεί περισσότερες εμπειρίες. Αυτό φυσικά όταν δεν έχει μέτρο, έχει καταστροφικά αποτελέσματα όπως συμβαίνει και με τον Φάουστ, ο οποίος καταστρέφει για παράδειγμα την Μαργαρίτα.

Το έργο έχει και μία μεταφυσική διάσταση. Υπάρχει στη δική μας ζωή; Οπωσδήποτε υπάρχουν πράγματα στα οποία δυσκολεύεσαι να απαντήσεις και καμιά φορά δυσκολεύεσαι και να ρωτήσεις. Υπάρχει αυτή η καταπληκτική σκηνή στο έργο που ρωτάει η Μαργαρίτα τον Φάουστ: “Πιστεύεις στον θεό;”. Αυτή η ερώτησή της έχει μείνει και ως μότο: “Η ερώτηση της Μαργαρίτας”, όταν πρόκειται για κάτι που σε φέρνει απέναντι σε ένα δύσκολο ερώτημα. Ο Φάουστ απαντά με έναν τρόπο που νομίζω ότι είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που σκέφτομαι κι εγώ. Λέει: “Δεν έχει σημασία γιατί ακόμα κι αν ρωτήσεις παπάδες ή σοφούς η απάντησή τους θα είναι κοροϊδία”. Εκείνη λοιπόν του λέει: “Δεν πιστεύεις;” και ο Φάουστ απαντά: “Αυτό έχει σημασία; Ποιος έντιμα θα ομολογήσει ότι πιστεύει και ποιος αποτολμά να πει πως δεν πιστεύει. Εκείνος που τα πάντα αγκαλιάζει δεν αγκαλιάζει εσένα, εμένα, όλο σου το είναι; Δεν στέκει πάνω μας ο ουράνιος θόλος; Δεν είναι κάτω από τα πόδια μας η γη; Δεν κοιταζόμαστε μάτια με μάτια; Δεν ανορθώνεται μια μυστική κραυγή που μας ενώνει; Τώρα το αόρατο γίνεται ορατό. Βάφτισε αυτό το αίσθημα όπως θέλεις. Πες το ευτυχία, αγάπη και Θεό. Για ‘μένα το όνομα δεν έχει σημασία”. Εκεί κρύβεται η απάντηση αυτής της ερώτησης. Αν σκεφτεί κανείς πως και στο έργο αυτό δεν υπάρχει καμία δικαίωση στο τέλος του πρώτου μέρους, καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάτι βαθιά μάταιο. Έτσι είναι και στη ζωή.

Μπορεί η γνώση να διευρύνει τον νου και να καλλιεργήσει την ψυχή ή μπορεί να μην γίνει τίποτα; Όχι, δεν μπορεί να μην γίνει τίποτα. Αν ασχοληθείς σοβαρά, δεν μπορεί να μην γίνει τίποτα. Αν έχεις την φυσική τάση να ασχοληθείς με αυτά σημαίνει πως κάτι θα γίνει. Το θέμα είναι ότι όσο περισσότερο ασχολείσαι τόσο λιγότερο σου αρκεί αυτό που γίνεται. Αυτό όμως, είναι και η γοητεία, το να βρίσκεις πράγματα που σε ξεδιψούν και παράλληλα να βρίσκεις πράγματα που σου μεγαλώνουν την δίψα και έτσι να συνεχίζεις. Όσο περισσότερο μελετάς, τόσο καλύτερα μπορείς να εκτιμήσεις αυτά που διαβάζεις ή βλέπεις. Ή ακόμα και μια εμπειρία ζωής, ένα ταξίδι το γεύεσαι διαφορετικά αν έχεις ανοιχτές τις κεραίες σου.

Τι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο καλύτερο; Μακάρι να υπήρχε απάντηση σ’ αυτό! Θα ήμασταν όλοι πολύ καλύτερα. Σίγουρα όμως, η τέχνη μπορεί να τον κάνει καλύτερο και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο.

Gia to Savoir Ville

Στο έργο βλέπουμε και το πόσο επικριτική υπήρξε η κοινωνία απέναντι στη Μαργαρίτα, υιοθετώντας συμπεριφορές που συναντάμε ακόμα και σήμερα. Αυτό γράφτηκε βασισμένο σε αληθινό περιστατικό που επηρέασε τον Γκαίτε και αφορά σε μία μικρή κοπέλα δεκατεσσάρων χρονών που οδηγήθηκε στην κρεμάλα επειδή έμεινε έγκυος, ενώ ο ενήλικας εραστής της κυκλοφορούσε ελεύθερος και δεν είχε ουδεμία περιπέτεια νομική. Φαίνεται ότι του έκανε τόση εντύπωση που το ενσωμάτωσε στο έργο του. Και σήμερα φυσικά δεν έχουν αλλάξει πολλά σε σχέση με αυτό και είναι δακτυλοδεικτούμενες τέτοιες καταστάσεις.

Από το δύσκολο εγχείρημα της παράστασης του Φάουστ, τι θα θέλατε να μείνει στην συνείδηση του θεατή; Είναι δύσκολο να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση γιατί θα ήταν σαν να έχω συγκεκριμένη πρόθεση με την παράσταση. Θα πω κάτι πιο γενικό. Θα ήθελα να είναι μία παράσταση που αγάπησε το κείμενο και το πρόβαλε με τον δικό της τρόπο.

Από πού αντλείτε έμπνευση; Από τα πάντα όταν είμαι καλά. Όταν λέω καλά δεν αναφέρομαι στην διάθεση, εννοώ όταν είναι ο προσανατολισμός μου τέτοιος. Όταν δεν είμαι αφόρητα κουρασμένη και είναι γόνιμο το έδαφος αντλώ έμπνευση από τα πάντα. Φυσικά από άλλες μορφές τέχνης, από ταξίδια, από γνωριμίες με ανθρώπους και πολύ από ενδιαφέρουσες συζητήσεις.

Είναι ομαδική δουλειά το θέατρο ή όραμα ενός; Σε κάποια φάση είναι όραμα ενός και από κάποια φάση και πέρα είναι δουλειά πολλών. Αν δεν υπάρχει όμως, το όραμα ενός να συγκρατεί τους πολλούς, κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί βγει καλό αποτέλεσμα.

Η ομάδα των συνεργατών σας είναι σχετικά σταθερή. Προσπαθώ να διατηρώ τις συνεργασίες όταν είναι γόνιμες. Έτσι κερδίζεις βάθος και γλιτώνεις χρόνο και νεύρα.

Gia to Savoir Ville

Το θέατρο επιβιώνει σε κάθε εποχή. Ο ρόλος του στη δική μας; Αν κρίνω από την ανταπόκριση των θεατών, νιώθω ότι προσβλέπουν στο θέατρο για λόγους διασκέδασης, ψυχαγωγίας, καλλιέργειας. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό πως μία τέχνη χειροποίητη όπως αυτή και τόσο παλιά διατηρείται ακόμα και έχει φανατικούς φίλους -και φανατικούς εχθρούς πολλές φορές-. Υπάρχει ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωντανής μας κοινωνίας. Οι θεατές το έχουν ανάγκη και το θέατρο έχει ανάγκη τους θεατές. Δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετικά. Είναι μεγάλη χαρά να παίζεις σε γεμάτο θέατρο.

Αν ρωτούσα για κείμενα που ξεχωρίζετε, ποια θα ήταν η αυθόρμητη απάντηση; Είναι πολύ δύσκολο να το απαντήσω γιατί αγαπώ πολύ και τη λογοτεχνία και την ποίηση και το θέατρο. Έχω μια ερωτική σχέση με την ανάγνωση. Ξεκίνησα να διαβάζω πριν καν πάω σχολείο που κανείς δεν κατάλαβε ακριβώς πως! Δεν μπορώ να διαλέξω κάτι γιατί θα αδικήσω κάποιο άλλο.

Εκτός θεάτρου τι σας αποφορτίζει; Εκτός θεάτρου είμαι πολύ συγκεκριμένες περιόδους της ζωής μου. Όταν μπορώ και το κάνω αυτό, μου αρέσει πολύ να βρίσκομαι με δικούς μου ανθρώπους που απολαμβάνουμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα και περνάμε καλά μαζί, όπως βόλτες, ένα ωραίο φαγητό, ένα ωραίο κρασί. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να ταξιδεύω, να βλέπω θέατρο, όπερα, συναυλίες.

Επόμενα σχέδια; Φέτος δεν θα κάνω κάτι άλλο. Ήταν μια πολύ γεμάτη χρονιά. Ξεκίνησε με την όπερα στην Ρωσία, ακολούθησε ο Ρήσος και τώρα ο Φάουστ. Θα ήθελα να ξεκουραστώ, παρόλο που χρειάστηκε να πω όχι σε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις. Έχω ξεκινήσει να μεταφράζω ένα έργο που θα κάνω του χρόνου το φθινόπωρο.

Ευχαριστούμε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για τη φιλοξενία της συνέντευξης και της φωτογράφισης.

Φωτογραφίες: Pantelis Balis Photography

Φάουστ

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα Μουσική σύνθεση: Γιώργος Πούλιος Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ

ΗΘΟΠΟΙΟΙ Φάουστ: Νίκος Κουρής Μεφιστοφελής: Αργύρης Πανταζάρας Μαργαρίτα: Νάνσυ Σιδέρη Μάρθα: Δήμητρα Βλαγκοπούλου Βάγκνερ: Ερρίκος Μηλιάρης Βάλεντιν: Κλήμης Εμπέογλου Λίζα: Καλλιόπη Παναγιωτίδου Σπουδαστής, Μάγισσα: Αγησίλαος Μικελάτος Συμμετέχουν επίσης 30 σπουδαστές από την Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.