Τα παιδικά χρόνια είναι ίσως μια από τις περιόδους που μας στιγματίζει ακόμα και αν δεν μας έχει συμβεί κάτι που αξίζει να αναλυθεί. Η Σοφία, μεγαλώνει σε μονογονεϊκή οικογένεια και είναι μαθήτρια της έκτης Δημοτικού. Στα έντεκα χρόνια της ζωής της έχει αλλάξει περισσότερα σπίτια από πολλές άλλες έφηβες, στην ηλικία της. Ο πατέρας της είναι καθηγητής γυμνασίου και ονειρεύεται να συμβάλλει στην εκπαίδευση παιδιών που προέρχονται από οποιαδήποτε οικογενειακή κατάσταση. Πασχίζει να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά στο σχολείο. Έτσι, προθυμοποιείται να μετατεθεί σε οποιαδήποτε περιοχή της Ελλάδας όταν βρει κάποια σχετική προκήρυξη. Η Σοφία, από την άλλη, τον ακολουθεί και με τη θετική της διάθεση προσπαθεί να προσαρμοστεί, κάθε φορά, στο νέο περιβάλλον.

Μετά από δύο χρόνια στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης, η Σοφία και ο πατέρας της επέστρεψαν στην Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη της άρεσε αρκετά γιατί είχε καταφέρει να κάνει δύο πολύ καλούς φίλους. Πλέον όμως το να γνωρίζει φίλους για λίγο καιρό και μετά να χρειάζεται να αλλάξει γειτονιά το είχε συνηθίσει. Είχε καταφέρει να κρατήσει επαφή με μερικούς από τους φίλους που έκανε ανά τα χρόνια. Η Κατερίνα της έστελνε μερικές φορές γράμματα με αστείες κάρτες που έφτιαχνε μόνη της. Ο Γιώργος της έστελνε σκίτσα που έκανε από τους πιο περίεργους καθηγητές. Κάπως οι φιλίες που δημιουργούσε έμεναν. Το μόνο που άλλαζε ήταν οι λεπτομέρειες σε κάθε διαφορετική γειτονιά που ζούσαν. Αυτό που την είχε μαγέψει από την αρχή στη Θεσσαλονίκη ήταν μια μικρή σειρά λεπτομερειών στην γειτονιά της, που χρησιμοποιούσε αρχικά για να θυμηθεί το δρόμο για το σπίτι της.

Όταν έφευγε από το σχολείο με τους μπλε και ροζ τοίχους, έστριβε αριστερά μέχρι να αντικρίσει τη ψηλή γκρι-καφέ πολυκατοικία με τις πορτοκαλί τέντες. Αυτή η παραλληλόγραμμη πολυκατοικία την έκανε να γελάει κάθε φορά γιατί οι δύο τετράγωνες τέντες φάνταζαν σαν μάτια ενός αστείου παραλληλόγραμμου γίγαντα. Εκεί, έπρεπε να στρίψει αριστερά μέχρι να συναντήσει τη Χιονάτη. Η «Χιονάτη» ήταν ένα μικρό μαγαζί με είδη ραπτικής με τέντα που είχε μπλε και κίτρινες κάθετες ρίγες. Ήταν σαν το φόρεμα της Χιονάτης. Εκεί έπρεπε να στρίψει δεξιά μέχρι το κατάστημα WATT+VΟLT με την μεγάλη, πορτοκαλί ταμπέλα, που της υπενθύμιζε ότι φτάνει σπίτι. Αριστερά, κι έφτανε σπίτι. Ο πατέρας της πάντα πλήρωνε τους λογαριασμούς τους ηλεκτρονικά. Όμως η Σοφία θυμόταν πάντα την κάθε πρώτη φορά που πήγαιναν για να αλλάξουν τη διεύθυνσή τους και να κάνουν όλες αυτές τις μεγαλίστικες αλλαγές. Λάτρευε τα χαμόγελα, την ευγένεια και την προθυμία των υπαλλήλων όταν τους εξυπηρετούσαν. Ακόμα και τις μέρες που ένιωθε χαμένη σε μια καινούργια γειτονιά, η εξυπηρέτηση στο κατάστημα της WATT+VΟLT την έκανε να νιώθει ότι η υπόθεσή της ήταν μοναδική και ότι έχρηζε απόλυτης προσοχής.

Αντίστοιχα, ευχάριστη ήταν και η διαδρομή της για το σπίτι από το σχολείο, όταν έμεναν στο Μαρούσι. Εντελώς τυχαία κι εκεί, στην ίδια γειτονιά υπήρχε ένα κατάστημα με πορτοκαλί πινακίδα και χαρούμενους υπαλλήλους. To ίδιο και στη Λάρισα, το ίδιο και στην Καλαμάτα. Με τη νέα μετακόμιση όμως η δουλειά του πατέρα της ήταν στο Περιστέρι. Πέρασαν μια κουραστική εβδομάδα που αδειάζοντας κούτες από τη μετακόμιση και καθαρίζοντας το σπίτι. Το δεύτερο βράδυ εκείνος πρότεινε να πάνε μια βόλτα στη γειτονιά για να της δείξει το νέο της σχολείο.

Έφτασαν στο νέο σχολείο και η Σοφία άρχισε να το κοιτάει ψάχνοντας κάτι το παραμυθένιο. Μάταια όμως. Ήταν απλά ένα τετράγωνο, κίτρινο κτίριο. Ζήτησαν από τον οδηγό του taxi να τους αφήσει στο σπίτι, ενώ η Σοφία είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο παράθυρο ψάχνοντας απελπισμένα το νέο της παραμύθι. Το μόνο που έβρισκε ήταν μεγάλες ταμπέλες από γυμναστήρια, κομμωτήρια, σχολές… τίποτα άξιο να αποκτήσει ρόλο στη νέα της ιστορία. Όταν όμως είδε τον πατέρα της να βάζει το μπουφάν του δείχνοντας ότι φτάνουν, κάτι έντονα γνώριμο της απέσπασε την προσοχή. Ήταν και πάλι το ίδιο κατάστημα με έντονα πορτοκαλί ταμπέλα, σαν κι αυτό στη Θεσσαλονίκη και σε όλες τις άλλες πόλεις. Κόλλησε το πρόσωπό της πίσω στο παράθυρο και άρχισε να χαμογελάει μέχρι που πόνεσαν τα μάγουλά της. Ήταν ένα κατάστημα WATT+VΟLT λίγα βήματα πριν το στενό για το σπίτι της. Χωρίς να εξηγήσει τίποτα, αγκάλιασε τον πατέρα της και του είπε βγαίνοντας από το ταξί, «Μάλλον το Περιστέρι θα γίνει το καινούργιο μου αγαπημένο μέρος» και τον τράβηξε από το χέρι, να πάνε να φτιάξουν το δωμάτιο της. Μία μέρα θα ήθελε να γίνει κι εκείνη μία χαρούμενη και φιλική υπάλληλος όπως εκείνοι στα καταστήματα που συνδέονταν με τόσο μαγικό τρόπο με το δικό της παραμύθι.