το ταξίδι που λέγαμε

«Είναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι. Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα, που διψούσαν. Τώρα… Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα όνειρα… Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό. -Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου. – Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα».

Σε ένα ακόμα μυθιστόρημά της, η Αλκυόνη Παπαδάκη, σκιαγραφεί με αριστοτεχνικό τρόπο τους χαρακτήρες της, περιγράφει τόσο ζωντανές τις εικόνες, που νομίζεις πως συμμετέχεις σε αυτές, δημιουργεί οικεία ατμόσφαιρα, ξυπνάει το συναίσθημα και μας κάνει να προβληματιζόμαστε πάνω σε πολλά και διάφορα θέματα, που απασχολούν καθημερινά τον καθένα μας. Δύο αδερφές που προσπαθούν να γλυτώσουν τις ψυχές τους. Πώς καταλήγουν να ζούνε μόνες τους; Τι τίμημα πλήρωσαν; Έφτασαν στην πολυπόθητη λύτρωση; Μια ιστορία βγαλμένη από τη ζωή που θα μας ταξιδέψει. Μπορούμε τελικά να αποφύγουμε το πεπρωμένο;

Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Γαλλική Σχολή.  Όνειρό της ήταν να αλλάξει τον κόσμο. Στην προσπάθειά της αυτή έφαγε τα μούτρα της και προσπάθησε στη συνέχεια, μάταια, να αλλάξει τον εαυτό της. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, κατέληξε πως επανάσταση είναι να έχεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά, να επιμένεις και να αγαπάς τη ζωή. Η Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημερίδα Τα Νέα, εύστοχα τη χαρακτήρισε ως το «φιλαράκι του αναγνώστη».