Το Σάββατο που μας πέρασε βρέθηκα με την παρέα μου σε ένα μεζεδοπωλείο στην Αγ.Βαρβάρα, με αφορμή την επιστροφή ενός πολύ καλού μας φίλου από πολύμηνο ταξίδι σε βαπόρι. Γενικά, το συνηθίζουμε μεταξύ μας να γιορτάζουμε σημαντικά γεγονότα σε κουτούκια και μεζεδοπωλεία, αφενός γιατί αγαπάμε το φαγητό, και αφετέρου γιατί αγαπάμε τα ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά τραγούδια. Και δεν είμαστε οι μόνοι. Μεγάλο μέρος των νέων προτιμά αυτό το είδος διασκέδασης: ρεμπέτικα, κρητικά, μέχρι και πανηγυριώτικα. Θέλετε να το πείτε στροφή στην παράδοση; Εγώ το βιώνω σαν αναζήτηση μιας γερής αξίας να κρατηθούμε μέσα σε αυτό το πολύβουο μπουρδούκλωμα που βιώνουμε καθημερινά. 

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ_ΠΙΝΑΚΑΣ

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, έπεσε το μάτι μου τυχαία σε έναν πίνακα που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο δίπλα από την ορχήστρα. Δεν μπορούσα να διακρίνω την υπογραφή του καλλιτέχνη, αλλά κάτι μου θύμιζε. Διαπίστωσα πως ήταν μια εικαστική απεικόνιση σκηνής από την ελληνική ταινία «Ρεμπέτικο», του Κ.Φέρρη (παραγωγής 1983), η οποία βασίζεται  στην ιστορία της ρεμπέτισας Μαρίκας Νίνου (υποδύεται η Μαρία Λεονάρδου). Η τεχνολογία με βοήθησε να το επιβεβαιώσω, καθώς συνδέθηκα απευθείας με wi-fi και βρήκα την αντίστοιχη φωτογραφία. Η παρατήρηση του πίνακα κατά τη διάρκεια της βραδιάς με οδήγησε σταδιακά στην εξής σκέψη: η ιδεά του Κ.Φέρρη να παρουσιάσει στην ταινία του την πρόσφατη ελληνική ιστορία (κατοχή, εμφύλιος κλπ) μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι ενέπνευσε έναν καλλιτέχνη (ίσως όχι πολύ γνωστό στο ευρύτερο κοινό) να ζωγραφίσει με σχετική ακρίβεια μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της συγκεκριμένης ταινίας: η Μαρίκα Νίνου τραγουδά «Καίγομαι, καίγομαι» με τη συνοδεία της ορχήστρας της (πρόκειται για ένα από τα 14 μουσικά κομμάτια της ταινίας σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Νίκου Γκάτσου).

Εκείνη την ώρα το μυαλό μου με πήγε στις διασκευές ρεμπέτικων και παλιών λαϊκών τραγουδιών από καλλιτέχνες όπως είναι ο Νίκος Πορτοκάλογλου, με χαρακτηριστικούς τους ήχους της κιθάρας, καθώς και το συγκρότημα Ιμάμ Μπαϊλντί, που έχει κερδίσει μεγάλο τμήμα του μουσικού κοινού. Δεν ξέρω πώς ακριβώς έκανα αυτόν τον συνειρμό, είχα πιει και κανένα κρασάκι παραπάνω είναι η αλήθεια, πάντως διαπίστωσα την ανάδειξη του ρεμπέτικου τραγουδιού μέσα από διάφορα είδη και στυλ τέχνης. 

Στη συνέχεια σκέφτηκα ένα άλλο θέμα που κατά καιρούς θίγεται: το αν πρέπει ή όχι να ‘πειράζονται’ στοιχεία της παράδοσης. Θεωρώ πως η παράδοσή μας δεν χρησιμεύει μόνο στο να την επικαλούμαστε ή να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτήν. Δεν νομίζω πως είναι πιο εποικοδομητικό να μένει ανέγγιχτη στο πέρασμα των χρόνων με πιθανή δυσάρεστη συνέπεια να παραγκωνιστεί και τελικά να χαθεί από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, αντικαθιστούμενη από κάθε λογής μοντέρνα και συχνά επιφανειακά καλλιτεχνικά ρεύματα. Ταυτόχρονα, το να την απορρίπτουμε από φόβο μη χαρακτηριστούμε παλιομοδίτικοι ή βαρετοί είναι τουλάχιστον αφελές. Αυτό που νομίζω ότι χρειαζόμαστε ως πολιτιστική ώθηση είναι μια συνεχής, δημιουργική αλληλεπίδραση με το παρλεθόν μας, τις βάσεις μας. Η παράδοση μεταπλάθεται και συνθέτει το σύγχρονο πολιτισμό. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Κρατάμε αυτά που χρειαζόμαστε από αυτήν και ‘πετάμε’ ή τροποποιούμε τα υπόλοιπα, προσελκύοντας πιο εύκολα με αυτόν τον τρόπο και τους νεότερους της εποχής μας.

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου όπως προαναφέρθηκε είναι ένας από τους καλλιτέχνες που με την τελευταία του προσωπική δουλειά «Λιμάνια Ξένα» δίνει ένα τέτοιο στίγμα. Όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει σε συνεντεύξεις του, ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ένα αφιέρωμα σε τραγούδια των προγόνων και δασκάλων του και φυσικά στο αγαπημένο του όργανο, την κιθάρα, σε μια προσπάθεια παντρέματος ανατολής και δύσης. Κάποια από τα τραγούδια που διασκεύασε για το δίσκο είναι: Το πλοίο θα σαλπάρει, Τι σε μέλει εσένανε, Οι βεργούλες, Βασιλικός θα γίνω, Μην απελπίζεσαι κλπ.

Οι Ιμάμ Μπαϊλντί από την άλλη είναι ένα σχετικά νέο συγκρότημα που με τις διασκευές τους έχουν δείξει πως δεν φοβούνται να πειραματιστούν μεταξύ παραδοσιακών και σύγχρονων ήχων. Ρεμπέτικα, λαϊκά, και ελαφρά τραγούδια ‘αναμειγνύονται’ με ηλεκτρονικούς ρυθμούς και bit και δίνουν μια φρέσκια, ξεχωριστή χροιά στην ελληνική μουσική σκηνή. Φαίνεται και οι ίδιοι να το διασκεδάζουν και να γοητεύονται από το φλερτ του καινούριου με το παλιό. Mερικά από κομμάτια που έχουν διασκευάσει: Δεν θέλω πια να ξαναρθείς, Αργοσβήνεις μόνη, Ακρογιαλιές δειλινά, Πασατέμπος κλπ.

Βέβαια, ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το έργο που παράγουν οι σημερινοί, κλασσικοί ρεμπέτες όπως οι Μπάμπης Τσέρτος, Μάρθα Φριντζήλα κλπ που με την ερμηνεία, το ηχόχρωμα της φωνής τους και την όλη παρουσία τους μας κάνουν να αναβιώνουμε μια άλλη, πιο αυθεντική εποχή.

Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο φαίνεται πως στο ρεμπέτικο και γενικότερα στο αυθεντικό ελληνικό τραγούδι ο καθένας μας μπορεί να βρει όλο και κάποιο μέρος του εαυτού του και της προσωπικής του αισθητικής. Ας απολαύσουμε την ελληνική μουσική λοιπόν, στη διάσταση που της αξίζει.