Τηλεφωνώ στην Άννα, μοιράζομαι τα νέα για τη δουλειά ενθουσιασμένη, απαντάει μονολεκτικά, ρωτάω για εκείνη, με αποφεύγει, ρωτάω ξανά, θεωρεί την αντίδραση μου παιδική, επαναλαμβάνει πως είναι άνεργη, με κατηγορεί πως συμπεριφέρομαι σαν τη βασίλισσα Κλεοπάτρα, τσακωνόμαστε και κλείνουμε. Το πιο εύκολο για μένα είναι να αισθανθώ ενοχές επειδή χάρηκα που δεν θα γυρίσω στο γραφείο και προσπέρασα το άγχος της Άννας. Δεν θα το κάνω όμως.

Δεν παλεύω με το ξυπνητήρι τα πρωινά, χορταίνω ύπνο και προλαβαίνω να φτιάχνω φυσικούς χυμούς κάθε μέρα. Δεν αποθηκεύω ότι με ενδιαφέρει για το αργότερα, που δεν έρχεται ποτέ, αλλά το διαβάζω την ίδια στιγμή. Κάνω μπάνιο σαν να είμαι η Κλεοπάτρα (το παραδέχομαι αυτό) και αλείφομαι με κρέμες λες και κάηκα απ’ τον ήλιο. Ακούω καινούρια τραγούδια και απαντάω σε όλες τις κλήσεις μου, εντάξει με τσακώσατε, μια μέρα τις άφησα να χτυπούν μάταια. Με φροντίζω και μου φέρομαι όπως θα ήθελα να μου είχα φερθεί έξω απ’ την καραντίνα. Δε μου φέρομαι σαν βασίλισσα, αλλά σαν κανονικός άνθρωπος. Πριν μου φερόμουν σαν κακό αφεντικό. Καλωσόρισα αυτή την ησυχία που βρήκα και δε θα με μαλώσω γιατί η Άννα θύμωσε. Δε πειράζει καθόλου που τα βάζει με εμένα. Την αγαπάω και την καταλαβαίνω.

Μπορεί να μου φωνάξει ξανά αν έτσι νιώσει καλύτερα, όμως δεν νιώθω τύψεις κι ούτε πρόκειται.

Μπορώ να είμαι χαρούμενη για μένα, δεν προσβάλω τον δίπλα μου, επειδή αισθάνομαι καλύτερα από εκείνη. Έχει συνηθίσει στην αόριστη διάθεσή μου, αυτή που ελέγχεται από εξωτερικούς παράγοντες. Καταλαβαίνετε έτσι; Έχετε πάθει κι εσείς αόριστη διάθεση δε μπορεί. Αυτό που δε θες να βγεις αλλά βγαίνεις κι αν το βράδυ έχει κέφι περνάς καλά. Δε πεινάς, αλλά πας για φαγητό, τελικά είναι νόστιμο και την επόμενη ημέρα λες «πήγα εκεί κι έφαγα πολύ καλά». Έτσι ορίζεται το αόριστο, από κάτι που συμβαίνει.

Τώρα η διάθεση που έχω είναι ορισμένη, είναι καλή.

Σταμάτησα να αναρωτιέμαι γιατί δεν ήταν, δε με νοιάζει τι έγινε πριν, με αφορά να ψάξω τι χρειάζεται για να γίνει καλύτερη από εδώ και πέρα. Στην Άννα είπα ότι χαίρομαι που δεν θα χρειαστεί να επιστρέψω, δε με άκουγε όμως. Συνήθως δεν συνεννοούμαστε γιατί ξεχνάμε να ακούσουμε και μιλάμε, μιλάμε δίχως τέλος. Θα καταλάβει σε λίγο, όπως καταλαβαίνω κι εγώ. Είναι αγχωμένη και δεν έχει συνηθίσει στην αλλαγή.

Δούλευε στο λογιστήριο μιας φαρμακευτικής εταιρείας, το τμήμα είχε πέντε άτομα και αποφάσισε ότι θα τα βγάλει πέρα με τρία. Απολύθηκε λίγο πριν το τέλος Φεβρουαρίου, όλοι μας την ζηλέψαμε. «Θα έχεις χρόνο», της λέγαμε, «θα ξεκουραστείς, θα βρεις κάτι άλλο, έχεις πολύ καλή προϋπηρεσία.» Η Άννα μας πίστεψε και ήταν βέβαιη πως η επόμενη δουλειά της θα είναι καλύτερη. Εγώ τώρα πια πιστεύω πως το αφεντικό της ήξερε τι θα συνέβαινε όσο εμείς δεν ξέραμε πως σε λιγότερο από έναν μήνα θα πάγωναν όλα.

Το τηλέφωνο χτυπάει, η Άννα μου ζητάει συγγνώμη κι εγώ τη δέχομαι.