5f4c9aa4c89ce7339ba6e075c0038475

Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκινήσω με μία εξομολόγηση για τον εαυτό μου: δεν αντέχω τους αποχαιρετισμούς! Η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν τους άντεχα από τότε που με θυμάμαι. Μου φαίνεται πιο δύσκολο να πω «αντίο» απ’ ό,τι μου φαίνεται το να καταλάβω τους κανόνες του baseball (αν και τείνω να πιστέψω ότι το baseball δεν έχει στ’ αλήθεια κανόνες και ότι απλώς κερδίζει η ομάδα που δεν θα την πάρει ο ύπνος απ’ τη βαρεμάρα). Δεν έχει σημασία για ποιον λόγο καλούμαι ν’ αποχαιρετίσω κάποιον· αν φεύγω εγώ ή εκείνος. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: θα κάνω ότι μπορώ για ν’ αποφύγω την δυσάρεστη αυτή διαδικασία.

Ίσως φταίει που ποτέ δεν ξέρω τι να πω. Ίσως που εκ φύσεως (και εκ… ζωδίου) είμαι ευσυγκίνητος τύπος και σ’ αυτές τις περιπτώσεις με δυσκολία συγκρατώ τα δάκρυά μου (Ποιον κοροϊδεύω; Ποτέ δεν τα συγκρατώ!). Δεν μου είναι πολύ εύκολο να το παραδεχτώ αλλά ίσως να φταίει απλώς το ότι φοβάμαι τους αποχαιρετισμούς περισσότερο και από τους κλόουν. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι πολύ οριστικό σε κάθε «αντίο», γι’ αυτό και αποφεύγω να ξεστομίσω αυτές τις τρεις συλλαβές. Γιατί έχω πάντα το άγχος ότι δεν θα ξαναδώ ποτέ τους ανθρώπους που αποχαιρετώ.

Μην πάει το μυαλό σου στο κακό, δεν έχω κάτι μακάβριο στο μυαλό μου! Απλώς ξέρω ότι, από τη στιγμή που θ’ αποχωριστώ έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιράζομαι ένα κομμάτι της ζωής μου, οι πραγματικότητές μας θα είναι πλέον διαφορετικές. Θα ζούμε παράλληλα. Θα εξελισσόμαστε παράλληλα. Χωρίς σημεία σύμπτωσης, χωρίς επαφή. Και ότι όταν (χρονικοϋποθετικό) ξαναβρεθούμε, μπορεί να έχουμε απομακρυνθεί τόσο που να είμαστε δύο ξένοι που θα πρέπει να ξαναγνωριστούν απ’ την αρχή. Το ξέρω ότι ακούγεται υπερβολικό αλλά αυτά ακριβώς σκέφτομαι κάθε φορά που καλούμαι ν’ αποχαιρετίσω κάποιον. Και όσο πιο αγαπημένος μου είναι, τόσο πιο πολύ δυσκολεύομαι.

Τώρα θα μου πεις, για ποιο λόγο σε πρήζω με τον προσωπικό μου Γολγοθά αντί να πάω να σκάσω 50€ σ’ ένα ψυχολόγο, να του πω τον πόνο μου και να με βοηθήσει να τον αντιμετωπίσω. Η προφανής απάντηση είναι ότι το να τα πω σε σένα είναι δωρεάν. Η λιγότερο προφανής (αλλά και περισσότερο ειλικρινής) είναι ότι είμαι σίγουρος πως υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που έχουν παρόμοιες δυσκολίες/φοβίες/εμμονές μ’ εμένα και θα ήθελα να τους παρηγορήσω.

Είναι λογικό να νιώθουμε έτσι ως ένα βαθμό. Έχουμε μάθει να δομούμε τη ζωή μας γύρω από κάποιες σταθερές και ξεχνάμε καμιά φορά ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι, πρακτικά, μία απ’ αυτές αφού είναι, εξ ορισμού, κάτι μεταβλητό. Νομίζουμε (ή ελπίζουμε) ότι κάποιοι άνθρωποι θα μας συντροφεύουν μέχρι το τέλος της ζωής μας και μας είναι δύσκολο ν’ αποδεχτούμε ή να παραδεχτούμε ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε και χωρίς αυτούς. Μπορεί, σε κάποιο υποσυνείδητο επίπεδο, να θυμώνουμε κιόλας μαζί τους επειδή μας προδίδουν και μας αφήνουν ακόμη και αν, συνειδητά, κατανοούμε ότι δεν είναι πάντα θέμα εκούσιας επιλογής.

Πάντως, αυτό που έχω διαπιστώσει εξ ιδίας πείρας, είναι ότι ένας άνθρωπος που θέλει να μείνει στη ζωή σου, θα βρει τρόπους να το κάνει ακόμα και αν χρειαστεί να ξεπεράσει διάφορες δυσκολίες  (βλ. απόσταση, διαφορετικές ζώνες ώρας και ασύμβατα προγράμματα). Αντίστοιχα, αν εσύ θες να κρατήσεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου, μπορείς να κάνεις μία προσπάθεια. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι είναι εύκολο. Κάθε άλλο! Απλώς λέω ότι, καμιά φορά, αυτό το παλιό γνωμικό που υποστηρίζει ότι όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος, δεν είναι και τόσο ανεδαφικό.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν κάποια στιγμή θα μπορώ ν’ αποχαιρετώ τους ανθρώπους που αγαπάω χωρίς να χρειάζεται να εφοδιάζομαι με θάρρος (ή αλκοόλ, ανάλογα την περίσταση). Αυτό που ξέρω είναι ότι, μέχρι τότε, αρνούμαι πεισματικά να πω «αντίο». Προτιμώ, αντί αυτού, να λέω απλώς «τα λέμε» που είναι και λίγο σαν υπόσχεση και που μου δίνει την ελπίδα ότι όντως θα τα ξαναπούμε. Όντως δεν θα χαθούμε. Και δεν το λέω τυπικά, για να ελαφρύνω το κλίμα και να νιώσουμε όλοι καλύτερα. Όταν το πω, το λέω γιατί, κατά βάθος, το πιστεύω. «Θα τα πούμε» λοιπόν. Δεν ξέρω πότε και κάτω από ποιες συνθήκες αλλά, σίγουρα, θα τα πούμε…